Έρωτας, η επανάσταση της σαρκός

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 13.02.17 ]

 «ου το εράν νόσος αλλά το μη εράν. ει γαρ εκ του οράν το εράν, τυφλοί οι μη ερώντες». Φιλόστρατος

 Κατά τον Ησίοδο, ο Έρως είναι γιος του Χάους. Μέρος της πρώτης θεϊκής τριάδας, μαζί με τη Γαία και τον Τάρταρο, εκφράζει την έννοια της δημιουργίας, τον τρίτο πόλο, δηλαδή, μεταξύ της ύλης και του θανάτου. Αποτελεί ταυτόχρονα τον μόνο τρόπο να στρογγυλεύει κανείς της αιχμηρές γωνίες του υλικού κόσμου και να λησμονεί το άγχος του θανάτου που διαρκώς κατατρύχει τους δύσμοιρους βροτούς.

 Στο πλατωνικό «Συμπόσιο», ο Σωκράτης μεταφέρει τη γνώση της ιέρειας Διοτίμας: ο Έρως δεν είναι παρά ένας δαίμονας, ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων. Κι αυτός που καταλαμβάνεται απ’ το δαιμονικό μετεωρίζεται μεταξύ της φθοράς και της αιώνιας αφθαρσίας, γίνεται, τρόπον τινά, ημίθεος.

 «Τι θα ’τανε η ζωή, ποια τέρψη δίχως έρωτα;» Τα λόγια του Μίμνερμου, άκρως δηλωτικά ενός πολιτισμού που τίμησε απροσχημάτιστα, όσο κανένας άλλος, τον έρωτα, δεν αφορούν φυσικά μόνο την πνευματική, τη μεταφυσική του διάσταση. Στην κλασική δημοκρατία της Αθήνας, σε μια κοινωνία χωρίς οργανωμένη ενιαία θρησκεία και χωρίς σκληροπυρηνικό ιερατείο, άρα δίχως έναν κυρίαρχο και δεσμευτικό κώδικα ηθικής και συμπεριφοράς, ο Έρως είναι πανταχού παρών, ως κατάσταση συναισθηματική αλλά και ως πράξη σεξουαλική. Αυτήν την κοινωνία απηχεί, στον 3ο μ.Χ. αιώνα πλέον, ο αστεϊσμός του Φιλόστρατου που συνδέει την έλλειψη του έρωτα με την τυφλότητα.

 Αλλά οι σκληρές εγκρατιτικές τάσεις που επέφερε η επικράτηση του χριστιανισμού, εξοβέλισαν τον έρωτα στη νήσο της αμαρτίας. Μόνη επιτρεπτή μορφή, ο θείος έρως, αυτός προς τον Χριστό. Ο έρωτας δεν αφορά πλέον τον κόσμο τούτο: μετατίθεται κι αυτός, μαζί με την ανθρώπινη ευτυχία, στην επόμενη, αιώνια ζωή. Όσο για τη βασιλεία των ουρανών, αυτή είναι μοναχά για όσους φρόντισαν να συγκρατήσουν τις ορμές τους. «Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’ ημάς δολίως κινούμενα. Τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και παν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμησον», παρακαλεί ο χριστιανός τον θεό του. Η ποινικοποίηση του έρωτα έχει ήδη συντελεστεί. Και μόνον εντός του γάμου μπορεί να γίνει ανεκτός, «τη πίστει ενούμενοι και συζυγία σεμνή», όπως ο Ακύλας και η Πρισκίλλα -13 Φεβρουαρίου η γιορτή τους.

 Ο περασμένος αιώνας, ο 20ος, ο αιώνας των μεγάλων επαναστάσεων και των απελευθερωτικών αγώνων, αποενοχοποίησε τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα. Ο έρωτας, ως κινητήριος, δημιουργός δύναμη, αποκαθίσταται. Οι βροτοί μπορούν να χαίρονται ξανά, με το μυαλό, την ψυχή και το κορμί τους ταυτοχρόνως. Μπορούν, δίχως τύψεις, να γοητεύονται από τον διπλανό, να υποκύπτουν στις χάρες του. Να αγαπιούνται άνδρας με άνδρα, γυναίκα με γυναίκα ή όπως αλλιώς επιθυμούν. Να μην αποστρέφουν τους οφθαλμούς για το χατίρι ενός θεού. Να απαλλαγούν από την τύφλωση.

 Ταυτόχρονα, η αόρατη χείρα της αγοράς μας έφερε τον Άγιο Βαλεντίνο. Στον υπαρκτό καπιταλισμό, ο φετιχισμός του εμπορεύματος έχει κυρίαρχο λόγο. Και γεμίζει τη 14η Φεβρουαρίου με αντιαισθητικές καρδούλες.