Έρως Θεσσαλονικεύς

[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 22.03.17 ]

«Καθένας διαθέτει μια δική του ματιά για την πόλη του και τον ερωτικό χαρακτήρα της. Την ιστορία του έρωτα τη χτίζουν οι γενναίοι του. Οι άλλοι, αγκυλωμένοι στην αμήχανη μονογαμία τους ή προσδοκώντας – φευ – τη μεσσιανική έλευση του ιδανικού Νυμφίου ή της αψεγάδιαστης Νύμφης, αφήνουν τον χρόνο παραπονούμενο και ύστερα αναπολούν συλλογισμένοι – σαν τις “Ψυχές των γερόντων” του Καβάφη – το μάταιον της εγκράτειας. Τα μεγάλα λιμάνια διατηρούν παγκοσμίως, ακόμη και σήμερα, τα σκήπτρα της ερωτικής ελευθεριότητας. Η στεγασμένη και η άστεγη πορνεία, η σεξουαλική ανορθοδοξία, το παζάρι του σεξ και η εν γένει ερωτική αλητεία δεν σημάδεψαν τον περασμένο αιώνα τη Θεσσαλονίκη περισσότερο από άλλα – αλανιάρικα – λιμάνια της χώρας, όπως π.χ. η Πάτρα, το Ηράκλειο ή ο Βόλος. Ο Πειραιάς, μάλιστα, είναι ο βασιλιάς και στην αμαρτία και στην οργασμική απογείωση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Σε αυτά τα δύο, η Σαλόνικα έρχεται δεύτερη.

Αλλά εδώ σε μας, όπου μίλησε ωραιότερα από παντού ο Απόστολος Παύλος, το βαθύχρονο και πολυκύμαντο ιστορικό background της μοναδικής στον ελλαδικό χώρο αδιάλειπτης πόλης και δεύτερης πολιτείας δύο αχανών αυτοκρατοριών, με την ένταξή της στο νεοελληνικό κράτος και την ιστορική της “υποβάθμιση” σε συμπρωτεύουσα, επέπρωτο να το συμπληρώσουν νέες εποχές συγχρωτισμού εβραίων, μπαγιάτηδων Σαλονικιών, Βαλκανίων, ευρωπαίων συμμάχων και ιδίως ρωμιών τουρκομεριτών προσφύγων, που της έδωσαν ένα μοναδικό πολιτιστικό χρώμα και πλούτισαν την κοινωνική ζωή της. Ο ερωτισμός διατρυπά πάντοτε την ψυχή σαν τη διαβρωτική υγρασία της. Ομως συχνά – συμβαίνει ακόμη και σε άθεους συμπολίτες μας –, πριν από την ερωτική πράξη, το δεξί μας πάει στο σχήμα του σταυρού. Ο Χατζιδάκις, μουσκεμένος από την έντονη αίσθηση του μυστηριακού αισθησιασμού της κατά τις νεανικές επισκέψεις του, χάραξε τη φράση (που μετά τον θάνατό του έγινε δίσκος) “Η αμαρτία είναι βυζαντινή κι ο έρωτας αρχαίος”. Τον ίδιο καιρό ο Πεντζίκης πίσω από το φλάμπουρο της ιδιότυπης Ορθοδοξίας του κουκούλωνε την “Παλίμψηστη Λιβιδώ”, ο Πετρόπουλος υμνούσε την ερωτικά αχαλίνωτη και ρεμπετομάνα Μπάρα, ο Ιωάννου τη Ραμόνα, ο Χριστιανόπουλος τον Βαρδάρη, ο Ασλάνογλου τη στέρηση που επιβάλλει το αστικό πλέγμα στους διστακτικούς, ο Μοσκώφ την ώσμωση της σαλονικιώτικης αμαρτίας, ο Κουγιουμτζής την πίκρα των ρομαντικών ερώτων και νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Παπάζογλου, ο Ζαφείρης, ο Αναστασιάδης, ο Ναρ, ο Σκαμπαρδώνης, ο Γρηγοριάδης, η αφεντιά μου, και άλλοι, πιο πρόσφατες εκφάνσεις του ερωτισμού της. Δημοσιογράφοι Θεσσαλονικιοί ενίσχυσαν τη διάθεση προς απόδρασιν και τέρψιν ψυχή τε και σώματι μερακλήδων εκ της πρωτευούσης, παραγόντων του αθηναϊκού κέντρου, φεστιβαλιστών και άλλων και έτσι συνδιαμόρφωσαν – με τη συνηγορία καλοθελητών της πρωτεύουσας – τη θελκτική εικόνα μιας πλευράς της σύγχρονης μυθολογίας της, αυτή της “ερωτικής Θεσσαλονίκης”. Μόνο που έφτασαν αργά. Οταν το παραμύθι αυτό κυκλοφόρησε, η Θεσσαλονίκη είχε απολέσει οριστικά το χρώμα των παλιών ημερών της και είχε γίνει ένα λυπηρό επαρχιώτικο “Ανθιμοψωμιαδιστάν”. Κατόπιν πέσαμε όλοι μαζί στη ρεβανσιστική νεόπλουτη φτώχεια μας. Αν λέγαμε σήμερα τη Σαλονίκη αμαρτωλή, θα αδικούσαμε την Αθήνα μας που παραμένει συγκριτικά – ακόμη και μέσα στις αφόρητες τωρινές δοκιμασίες της – μάλλον οργιαστική».

* ΒΗΜΑGAZINO, 18-12-2011