Άνθρωπος στη θάλασσα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 22.08.22 ]

Διαβάζοντας τον κυριακάτικο Τύπο, αποκομίζω την αίσθηση ότι τελικά το θέμα με τις υποκλοπές υπάρχει ορατός κίνδυνος να εξελιχθεί σε ζήτημα επικοινωνιακής διαχείρισης και να μην συνοδευτεί από μια κάθαρση της πολιτικής ύβρεως. Άλλωστε στην εποχή του κυρίαρχου επικοινωνισμού δεν ενδιαφέρουν τα ίδια τα ωμά γεγονότα (η αδικία, οι ανατιμήσεις, η επιδείνωση της καθημερινότητάς μας και τόσα άλλα) όσο η «ψύχραιμη» αντιμετώπισή/διαχείρισή τους από τα «ευέλικτα» επιτελεία των κομμάτων, ώστε η ανωμαλία και η ανομία να κανονικοποιηθεί, να φυσικοποιηθεί, βρε αδελφέ. «Τα ίδια γίνονταν και παλιότερα» ή «μια τοσηδά παραφωνία δεν μπορεί να καταστρέψει τη συμφωνική ορχήστρα της ανάπτυξης». Το κρίσιμο ερώτημα «Γιατί να συμβαίνει πάντα έτσι και όχι αλλιώς» απωθείται από τη μιντιοκρατία ως περιττό και ανούσιο.

Να, όμως, που μια αχτίδα ελπίδας προβάλλει ξαφνικά. Ο στοχαστικός λόγος του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου. Από το ιστορικό περιοδικό «Σημειώσεις» (τχ. 39, Ιούνιος 1992), αναδημοσιευμένο τώρα στον τόμο με τίτλο «ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ». Κείμενα και μικροκείμενα (επιλογή, 1984-2020), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν», αλιεύω, χωρίς σχόλια (περιττά), το απόσπασμα:

«Κάποτε η κραυγή “άνθρωπος στη θάλασσα!” υποχρέωνε την κοινότητα ενός καραβιού να επιστρατεύσει όλες τις υλικές και ηθικές δυνάμεις της για να σώσει αυτόν που βρισκόταν σε κίνδυνο. Η επιστράτευση της κοινότητας ήταν ολοκληρωτική, εσωτερική, ενστικτώδης, δηλαδή ανάλογη σε δύναμη και ομόλογη σε ποιότητα προς τα φυσικά στοιχεία που απειλούσαν το κινδυνεύον μέλος της. Γιατί αλίμονο στο σκάφος εκείνο που θα μπορούσε να αδιαφορήσει σε μια τέτοια κραυγή. Θα ήταν ένα σκάφος καταδικασμένο και το ίδιο σε χαμό, ένα σκάφος καταραμένο, άρρωστο, ταμένο του Διαόλου.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, στο δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ολόφωτο πλέει το καράβι μας στα κύματα των πνιγμένων που κανείς δεν τους άκουσε ποτέ. Μα αν δεν ξυπνήσουμε στην ώρα μας, θα ξυπνήσουμε αύριο πεθαμένοι – σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σε τούτο το άσκοπο πλεούμενο. Με όλους τους νόμους και τους προφήτες να σαλπίζουνε στο αμπάρι. Με την παντιέρα κουρέλι και τη χολέρα να κόβει βόλτες εκεί που ηχούσαν κάποτε τραγούδια. Γιατί παρατήσαμε το τιμόνι στην Αδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε από ανία το ερημικό πουλί που κάθισε κάποτε στην πρύμη μας.

Αρχαίες ιστορίες, μοντέρνες όμως οι συνέπειες» (σσ. 46-47).

 Σε τέτοιες συνθήκες οι άναρθρες κραυγές της καταδίκης και της εξανάστασης, όταν κανείς αποδέχεται όλα τ’ άλλα, είναι το λιγότερο ανέξοδες. Και το θέμα των υποκλοπών όπως και τόσα αλλά που μάθαμε να τα καταπίνουμε είναι το αποτέλεσμα της υποχώρησης της ανθρώπινης συλλογικότητας. Όπου αυτή ορθώνεται, υπάρχει ελπίδα. Όταν υποχωρεί, ακούγονται από μακριά θρήνοι και κοπετοί.