Άνθρωπος άχαρου βαδίσματος

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 01.02.20 ]

          Είσαι άνθρωπος άχαρου βαδίσματος. Γιατί το βάδισμα μαθαίνεται με την οδοιπορία κι εσύ δεν οδοιπόρησες ποτέ. Και πουθενά. Ούτε καν απ’ έξω προς τα μέσα ή το αντίθετο. Βλέπεις, μονάχα οι άνθρωποι που οδοιπορούν, σιγά–σιγά αποκτούν ένα χορευτικό περπάτημα. Αποκτούν ρυθμό, γιατί το σώμα τους, τους μαθαίνει ότι χωρίς ρυθμό δεν φτάνεις πουθενά. Κι έτσι συν τω χρόνω (που είναι «το αλατοπίπερο της ζωής» όπως λέει ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ) αποκτούν μια μουσική αίσθηση του σύμπαντος χώρου. Γίνονται δηλαδή, γεωμέτρες του κόσμου. Κάποτε, μόνο και μόνο για να φτάσουν μέχρι την στάση του λεωφορείου. Ή στη δουλειά που θα τους θρέψει, αυτούς και τα παιδιά τους. Κι άλλοτε οδοιπορούν χορεύοντας για να φτάσουν στον έρωτα. Χορεύουν τσακισμένα όταν ο έρωτας φεύγει ή τους διώχνει. Χορεύουν για να φύγουν από την οδύνη, για να χαρούν, για να πενθήσουν. 

          Περπατούν και έρχονται, περπατούν και φεύγουν. Και φτάνουν περπατώντας και χορεύοντας ως το τέλος του βίου τους. Με απέραντη και βαθύτατα αληθινή κομψότητα.

          Εσύ δεν περπάτησες ποτέ. Γι’ αυτό ποτέ πουθενά δεν έφτασες. Σε μεταφέρουν από δω ως εκεί, ανερμάτιστο και άβροχο και νομίζεις ότι προχωράς, αλλά δεν είναι αλήθεια. Δες την ποδηλάτισσα του Οδυσσέα Ελύτη. Ποτέ δεν περπάτησες «τον δρόμο πλάι στην θάλασσα» για να ‘βρεις «το κουδουνάκι και το σάλι της». Αυτό που ακούγεται σαν κουδούνισμα ποδηλάτου που απομακρύνεται, είναι ο χρόνος που περνάει από μπροστά σου, γεμίζοντας απόηχους τις τσέπες σου κι εσύ γίνεσαι όλο και πιο βαρύς. Γιατί ο χρόνος, όταν δεν οδοιπορείς, γίνεται ακατανόητος.

          Δεν ξέρεις να βαδίζεις. Άρα δεν ξέρεις να χορεύεις. Είσαι ένας άχαρος άνθρωπος. Ούτε να πας μπορείς, ούτε να επιστρέψεις. Κι έτσι στο τέλος, ούτε έχεις προορισμό να πας, ούτε έχεις τόπο να επιστρέψεις. Η πόρτα είναι ανοιχτή κι εσύ δεν μπορείς να φύγεις. Είσαι εδώ κι από πουθενά δεν έχεις επιστρέψει. Οι υπηρέτες βγάζουν από τις βαλίτσες κάτι ακατανόητα ρούχα από όλες τις ηλικίες σου: βαφτιστικά, γαμπριάτικα ή νυφικά, σάβανα χάρτινου πένθους που τα σκορπίζουν τις απόκριες. Ποιος τα φόρεσε; Πότε χρειάστηκαν;

          Οι υπηρέτες δεν απαντούν. Η πλάτη τους είναι ένας μεγάλος καθρέφτης. Το πρόσωπο τους είναι ένας μεγάλος καθρέφτης, τα χέρια τους είναι φέρετρα καμωμένα από καθρέφτες. Αυτοί είναι οι υπηρέτες που σε ντύνουν, σε ταΐζουν, σε ερωτεύονται, σε μισούν και σε κρατούν διαρκώς σε μια εκδικητική ψευδαίσθηση κίνησης, για να μην πεθάνεις από συνείδηση ακινησίας. Αυτό το μαρτύριο, στην γλώσσα τους λέγεται κολακεία.

          Ωστόσο ούτε κι αυτό κρατάει για πάντα. Όσο κι αν έρχονται στιγμές που οι υπηρέτες πληθαίνουν και το είδωλο σου πολλαπλασιάζεται στις πλάτες, στα πρόσωπα, στα χέρια των υπηρετών. Όσο κι αν εσύ νομίζεις ότι το είδωλό σου είναι οι άλλοι. Νομίζοντας, έτσι, ότι περπατάς. Είναι όμως οι άλλοι που περπατούν και σε ποδοπατούν. Και κάποια στιγμή φεύγουν.

          Οι καθρέφτες αποσύρονται. Τους σκεπάζει το πένθος ενός χρόνου που δεν χάθηκε, μήτε κερδήθηκε˙απλώς δεν υπήρξε. Κι έτσι τώρα δεν υπάρχει κανείς. Δεν υπάρχει καν ο εαυτός σου. Ο εαυτός ενός ανθρώπου που δεν περπάτησε ποτέ. Δηλαδή ενός ανθρώπου που δεν υπήρξε. Γιατί δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει.

          Όταν έρθει η ώρα, θα καταλάβεις. Θα είναι η ώρα που η ορχήστρα θα μαζεύει τα όργανα: πυξίδες, εξάντες, έγχορδα πλεύσεως, χάρτες πορείας, κρουστά βροχής, χάλκινα πνευστά του εφιάλτη, ξύλινα του θρήνου, άρπες των αποχαιρετισμών, βαρύαυλους, οξύαυλους, πίφερα, φλάουτα και ξαφνικά τρομπόνια των επαναστάσεων. Θα φεύγει η ορχήστρα. Θα φεύγει η μουσική. Θα φεύγουμε κι εμείς μαζί της. Οδοιπορώντας πάντοτε.

          Κι εσύ θα είσαι μόνος. Ακίνητος. Ποτέ δεν χόρεψες. Άχαρος άνθρωπος. Σαν άχαρος νεκρός.