Venceremos
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 06.10.17 ]
Μ’ αρέσει να πηγαίνω στο γήπεδο με τον αδελφό μου. Τον προηγούμενο μήνα έκλεισε τα είκοσι τρία και τα δύο τελευταία χρόνια ψηλώνω κάθε φορά που με παίρνει μαζί του. Μικρέ, ’τοιμά σου, φεύγουμε. Μην ξεχάσεις το κασκόλ. Με τους πρωτευουσιάνους παίζουμε, τους λελέδες, ντε. Το πιο σημαντικό παιχνίδι της χρονιάς.
Το βράδυ μάτι δεν κλείσαμε. Ο Άρης ντουμάνιασε πάλι όλο το σπίτι. Τον τελευταίο καιρό κάτι τον τρώει. Βδομάδες έχει να πατήσει στο γήπεδο. Όλη μέρα μπροστά στη στόφα, να νιώθει, λέει, τη φλόγα στο κορμί του ώσπου να γίνει κάρβουνο.
Αν η ομάδα πέσει, ξέχνα το γήπεδο, μου κάνει. Απ’ του χρόνου θα γεμίσει φωτοβολταϊκά. Δεν είναι παίξε γέλασε. Κάποτε είχαμε δικό μας σχολείο, κοινοτική βιβλιοθήκη, δικό μας παπά, δικό μας συνεταιρισμό, δικό μας λιοτρίβι, αποστακτήριο, ιατρείο. Τώρα, τίποτα. Όλα μάς τα πήραν, όλα. Τέτοια λέει και παθιάζεται.
Ετοιμοπόλεμοι ξεκινήσαμε απ’ το σπίτι. Στο κατώφλι μάς περίμενε η μάνα να μας φιλήσει στο μέτωπο με μια προσευχή στο στόμα. «Με τη νίκη.»
Περπατάγαμε αργά, o ένας δίπλα στον άλλο. Απρίλης κι ο ήλιος καλά ταμπουρωμένος στην πρωινή αχλή. Ψυχή δεν συναντήσαμε στον δρόμο. Μυρουδιές απ’ τα ξύλα που καίγανε στα σπίτια ανακατωμένες με λεμονανθούς και ψωμί που ψηνόταν στα φουρνάκια μπαίνανε από παντού στη μύτη μου και τις ρουφούσα λαίμαργα. Ο Άρης στάθηκε αμίλητος ν’ ανάψει άλλο ένα τσιγάρο. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως ήταν κυπαρίσσι με πελώρια σκιά κι εγώ χελιδόνι κουρνιασμένο στα κλαριά του.
Η πρωινή υγρασία σηκωνόταν απ’ τη γη κι εξατμιζόταν. Αθόρυβα έστρωνε παντού τ’ άσπρο της σεντόνι. Όταν φτάσαμε, οι λιγοστοί συγχωριανοί, όσοι απόμειναν στον τόπο για να βαστούν τα μπόσικα, ήταν ήδη εκεί κι άπλωναν με κάθε ιεροτελεστία τα πανό και τις σημαίες. Έμοιαζαν με φαντάρους που ετοιμάζουν τα πολεμικά λάβαρα πριν από την κρίσιμη μάχη.
Ο Άρης είναι πια ο αρχηγός της κερκίδας. Μπαρουτοκαπνισμένος. Όλοι τον ξέρουν. Με το που τον βλέπουν μαζεύονται με συστολή και κόβουν μαχαίρι τον χαβαλέ. Μάγκες, ήρθε ο μαέστρος. Γεια σου αρχηγέ, τι χαμπάρια; τον καλωσορίζουν σε στάση προσοχής οι συμμαθητές μου με τα «εξαπτέρυγα», που ’χουν από νωρίς πιάσει στασίδι. Για τους παλιότερους είναι ο «Τσε», απ’ τις ζωγραφιές στα μπράτσα του. Κανείς στο χωριό και στα πέριξ δεν τόλμησε να φτιάξει κάτι παρόμοιο.
Δεκάξι ήταν όταν κατέβηκε μόνος του στην πρωτεύουσα και τα χτύπησε στα χέρια. Για γούρι, έλεγε, όταν τον ρωτούσαν. Το σχολείο δεν το γούσταρε ούτε τους Αθηναίους καθηγητές που το παίζουν ξερόλες. Είχε άποψη για όλα κι αυτό δεν του βγήκε σε καλό. Με το ζόρι πήρε το απολυτήριο. Το μυαλό σου κοπανάνε εκεί μέσα. Μέχρι να λιώσει. Σαν τις ελιές που τις κάνουν πολτό κάθε Νοέμβρη στα λιοτρίβια.
Τον βλέπω στην ολόσωμη φωτογραφία του που ’χω στο δωμάτιό μου να στέκεται καμαρωτός με το άσπρο φανελάκι και με την μπάλα στα πόδια να κάνει τα ζογκλερικά του. Όλους τους ντρίπλαρε. Κατάξανθος όπως είναι και με σγουρά μαλλιά για ξένο τον κάνεις. Εμένα μου θυμίζει τον Χριστό. Στα χέρια του ζωγραφισμένος ο Τσε, πάντα μ’ ένα πικρό χαμόγελο στο στόμα. «Ξέρεις, έπαιζε κι αυτός μπάλα. Προτού τον δολοφονήσουν φυσικά», μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε. «Όλα τα μυστικά απ’ αυτόν τα ’μαθα.» Τα ’λεγε σοβαρά. Κι εγώ κουνούσα επιδοκιμαστικά το κεφάλι μου, αν και δεν καταλάβαινα και πολλά. Για να τα λέει ο Άρης, έτσι θα ’ναι, πίστευα. Είχαν έρθει και κάποιοι παράγοντες τότε απ’ την ομάδα της πόλης να τον δουν για να τον πάρουν. Τους πρόγκηξε και δεν ξαναφάνηκαν.
Το γήπεδο του χωριού θυμίζει περισσότερο χωράφι σπαρμένο αραιά και πού με τριφύλλι για να βόσκουν τα ζωντανά. Απ’ τη μια τρυπημένα συρματοπλέγματα, απ’ την άλλη όλες κι όλες πέντε σειρές εξέδρες από τσιμέντο. Στ’ αριστερά ο παρατημένος στάβλος του μπαρμπα-Μήτσου εκτελεί χρέη αποδυτηρίων. Παραπέρα, χέρσα χωράφια. Και γύρω γύρω μαυρισμένοι κορμοί-κούτσουρα σαν μαυροφορεμένες γυναίκες που μοιρολογάνε τα πεθαμένα τους. Στα δεξιά, πίσω απ’ το γκολπόστ, το ρέμα που τον χειμώνα κατεβάζει βρόμικα νερά. Τα καλοκαίρια οι παλιοί έκαναν μπάνιο παρέα με τα βατράχια. Το νερό του λιγόστεψε πια, όπως κι οι άνθρωποι στον τόπο μετά το ολοκαύτωμα του επτά.
Κυριακή των Βαΐων σήμερα κι απ’ το πρωί όλη η νεολαία στο πόδι. Οι μεγάλοι, μετά τη λειτουργία, είχαν ένα μνημόσυνο και ύστερα θα πετάγονταν μέχρι το ξωκλήσι του Άη Γιώργη ν’ ανάψουνε κερί για την ομάδα που φέτος δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ τον πάτο της βαθμολογίας. Όπου φτωχός κι η μοίρα του. Άγιε μου Γιώργη βόηθα μας, βάλε και συ το χεράκι σου. Θα ’ρχονταν αργότερα. Ο Θεός πάντα βοηθά τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους, λένε. Μας συμφέρει να τα ’χουμε καλά με τα θεία. Στα δύσκολα όλο και κάποιο θαύμα μπορεί να γίνει. Ολόκληρος Λάζαρος αναστήθηκε, μας είπε κάποτε ο θεολόγος κι όσο κι αν στην αρχή με τάραξε γιατί μου θύμισε ταινίες με βρικόλακες, μετά μου άρεσε γιατί το έκανε ο Χριστός.
Εγώ διαρκώς δίπλα του. Σκιά του. Χαίρομαι που μεγάλωσα πια κι ας μην έχω βγάλει ακόμα τρίχες στα μάγουλα, όπως κάποιοι φίλοι μου. Τεντώνω τον λαιμό σα κύκνος που βολτάρει όλο χάρη στα νερά της λίμνης. Ο Άρης με το ’να χέρι κρατά την καραμούζα και με τ’ άλλο, διακριτικά, τον ώμο μου.
Κοράκια, το νου σας! φωνάζει απειλητικά στους διαιτητές. Χειρονομεί, δίνει εντολές στους παίκτες, ξεσηκώνει τον κόσμο. Για μια στιγμή σταματά. Σκύβει στ’ αυτί μου.
-Μικρέ, λέγε γρήγορα, πώς πάει;
-Κούτσου κούτσου, Άρη, μόνο πασούλες. Τρέμουν τα πόδια μας. Κότες, σου λέω. Κότες!
Στρέφει το αξύριστο πρόσωπο στον κόσμο. Υψώνει το χέρι και δίνει το σύνθημα. Μια ακτίνα φωτός πέφτει πάνω του και τον τυλίγει. Πάλλεται σαν σημαία στον άνεμο. «Το τομάρι μας, ρε, θα το πουλήσουμε πολύ ακριβά.» Πόδια συντονισμένα στο τσιμέντο. Όλοι ζυγιάζονται. Σείεται το γήπεδο. Κερδίσαμε φάουλ, Άρη. Χέρια σηκωμένα, ιαχές θριάμβου σκίζουν τον πρωινό αέρα που φέρνει τσίκνα από σουβλάκι και λουκάνικο. «Γκοοοοολ!» κραυγάζουν και μεθούν από χαρά.
Σε μια στιγμή δε νιώθω πάνω στον ώμο μου το χέρι του Άρη. Θαρρώ πως τον βλέπω με αθλητική περιβολή στο γήπεδο να τον έχουν πάρει οι συμπαίκτες του στα χέρια τους. Σε λίγο τρέχει προς το μέρος μας, σηκώνοντας τη λασπωμένη φανέλα του. Δείχνει με το δεξί χέρι το μέρος της καρδιάς. Venceremos! γράφει η μέσα φανέλα. Εγώ είμαι κολλημένος στα κάγκελα. Το καινούργιο δεκάρι απ’ την Αργεντινή - μου κάνει ξέπνοα – είναι μεγάλη παικτούρα. Κομαντάντε σωστός.
«Σωθήκαμε, σωθήκαμε» φωνάζουν χοροπηδώντας, λες και κάνουν πρόωρη Ανάσταση. «Μόνο με τον “Τσε” νικάμε». Βρίζουν την πρωτεύουσα. Βρίζουν τους λεφτάδες που στήνουν το πρωτάθλημα. Βρίζουν την κακή τους τύχη. Βρίζουν τους διαιτητές. Κάνουν μηχανικά τον σταυρό τους για συγχώρεση, κοιτούν με υψωμένα χέρια τον ουρανό. Σα να λένε, «το ’κανες, Άγιέ μου, και πάλι το θάμα σου.»
Έχουν έρθει και κάποιοι αγρότες πέρα απ’ τον κάμπο με μαύρες σημαίες στα τρακτέρ τους. Τ’ άραξαν στη σειρά το ’να δίπλα στ’ άλλο έξω απ’ το γήπεδο. Κάθονται στην καμπίνα και φουμάρουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο πίνοντας φραπέ. Έχουν κρεμάσει κι ένα πανό με μαύρα γράμματα πάνω στο συρματόπλεγμα. Κάτι γράφει για τη γη τους πως δεν την πουλάνε, και τα μπαμπάκια, λέει, θα τα κάψουν. Στο σπίτι να θυμηθώ να ρωτήσω τον Άρη. Αυτός όλα τα ξέρει.
Τα λεπτά περνούν. Σηκώνεται μεγάλη αντάρα. «Πουλημένε… πουλημένε!» Ο διαιτητής έδωσε ένα πέτσινο πέναλτι κι αποβάλλει τον τερματοφύλακά μας. Στημένο. Μας ρίξανε Άρη! Μπαρούτι μυρίζει. Μια ρουκέτα σκάει σαν οβίδα στα πόδια μας. Το Πάσχα δεν ήρθε ακόμα. Ο Άρης διπλώνεται στα δυο. Κρύβει το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του. Γίνομαι ο μεγάλος του αδελφός και τον κλείνω στην αγκαλιά μου. Τα μαύρα γυαλιά γλιστρούν απ’ τα μάτια του. Τα ψάχνει στα τυφλά. Τα βρίσκω και του τα βάζω. Έτσι καθώς σκύβω, ο Τσε μού σκάει ένα χαμόγελο και μου κλείνει το μάτι, καπνίζοντας το πούρο του.
*
Είπε να κάνει κι αυτός ένα στριφτό. Πάνε δυο χρόνια ακριβώς από τότε. Κόντευε η Μεγαλοβδομάδα. Χαρμάνιασε τόσες ώρες κλεισμένος τυφλοπόντικας στο μπουντρούμι. Πεδίο μάχης. «Γουρούνες», πυροτεχνήματα, κροτίδες έσκαγαν από παντού. Περασμένα μεσάνυχτα κι οι παραγγελίες πολλές. Το αφεντικό έλειπε για προμήθειες. Στην παλιά αποθήκη του Νίκου Ασημακόπουλου ο Άρης έκανε μαύρα μεροκάματα, για να ξεσκάσει πασχαλιάτικα κι αυτός με το κορίτσι του, να βοηθήσει και τη μάνα που μας φρόντιζε μοναχή της. Αλλού δεν έβρισκε δουλειά.
Οι στρατιωτικές φυλακές της Αυλώνας – διακοπές στη Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνας, απαντούσε όταν τον ρώταγαν πού χάθηκε τόσο καιρό - τον στιγμάτισαν ανεξίτηλα, όπως κι ο Τσε. Εκεί τον δασκάλεψαν οι παλιοί πώς να φτιάχνει παράνομα τέτοια πράματα. Στη μονάδα που υπηρετούσε, ο γιος ενός πολιτικού τον έχωνε συνέχεια στην υπηρεσία για να την κοπανάει ο ίδιος, κι ο Άρης που δε σήκωνε τις πουστιές τού ’κανε τα μούτρα κιμά. Δυο χρονάκια του ρίξανε, χωρίς ελαφρυντικά. Ούτε στο ξόδι του πατέρα δεν του επέτρεψαν να ’ρθει.
Δεν πήρε χαμπάρι πώς έγινε. Μόνο μια λάμψη πρόκανε να δει. Τρεις τα χαράματα μας ειδοποίησαν απ’ το νοσοκομείο της πόλης. Η μάνα έτρεξε να κάνει τάμα στην Αγία Παρασκευή. Δεν πρόλαβε. Τα χέρια του ακόμα κάπνιζαν απ’ το πούρο του Τσε. Αυτό τα ’σωσε, είπε.
*
Παίρνω την καραμούζα και δίνω τον ρυθμό. «Επίθεση ρεεε…, τι τους κοιτάτε». Με την άμυνα δεν πρόκειται ποτέ να βάλουμε γκολ. Οι υπόλοιποι συντονίζονται και μ’ ακολουθούν. Ο Άρης με τσιμπάει στο μάγουλο. «Θανάση, πρέπει να ξυριστείς καμιά φορά.»