«Tης Κυριακής τα όνειρα είν’ ως το μεσημέρι»
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 03.06.23 ]Και ξύπνησα…
Άνοιξε το στήθος της κι έβγαλε την καρδιά της. Τη σήκωσε με τα χέρια ψηλά κι ύστερα την τοποθέτησε με προσοχή στην κορυφή του κεφαλιού της. Έμεινε ακίνητη. Απολύτως ψύχραιμη. Χαμογελούσε κιόλας. Δεν είχε ασφαλώς διαβάσει τη βιογραφία του Μπάροουζ, αλλά γνώριζε καλά εκείνον και εκείνος ήταν πολλά και έπαιρνε γυμνό όχι μόνο το γεύμα του μα και το πρωινό του και το δείπνο του ασφαλώς. Ω ναι, ήταν πολλά, αλλά σίγουρα δεν ήταν κανένας φλούφλης λογοτέχνης. Εκείνος, από το άλλο μέρος της σκηνής, πήρε το στιλέτο, το έπιασε από τη μυτερή του άκρη. Ζύγισε με το βλέμμα τη βολή του και τίναξε το χέρι όλο σιγουριά. Το στιλέτο διέγραψε περιστρεφόμενο την τροχιά του στον αέρα, έκοψε την καρδιά στα δυο και καρφώθηκε στον τοίχο. Η ομαδική εκπνοή του κοινού αντήχησε στην αίθουσα πριν να ξεσπάσει το φρενήρες χειροκρότημα. Εκείνη υποκλίθηκε, απλώνοντας το χέρι προς την πλευρά εκείνου για να δείξει στο πλήθος ποιος, πραγματικά, άξιζε το χειροκρότημα. Εκείνος ευθυτενής απολάμβανε τον θαυμασμό. Το κοινό παραληρούσε. Εncore... Εncore... Γιατί τα γράφω τώρα όλα αυτά; θα με ρωτήσετε. Μήπως γιατί πλησιάζουν εκλογές; Θα αναρωτηθείτε. Όχι, όχι ρητά και κατηγορηματικά. Άλλωστε δεν είμαι ικανή για τόσο πολύπλοκους συλλογισμούς. Και μην αρχίσετε να ψάχνετε για σύμβολα. Εκείνη, εκείνος, η καρδιά, το κεφάλι, το στιλέτο, το στιλέτο… (το στιλέτο ειδικά πολύ θα το απολάμβανε ο παππούς ο Φρόυντ. Η βαβούσιω μου πάντως θα έλεγε απλώς «μην κοιμάσαι ξεσκέπαστη» και πως «της Κυριακής τα όνειρα είν’ ως το μεσημέρι». Σοφότερη εκείνη εκείνου, μολονότι αγγράμματη). Τα γράφω γιατί είμαι χολιασμένη. Κόπηκα στις εξετάσεις της εν λόγω δεξιότητας. (Έχετε ονειρευτεί, φαντάζομαι, πως δίνετε εξετάσεις, οπότε δεν χρειάζεται την αγωνία να περιγράψω). Μου έστησαν την κούκλα στη σωστή απόσταση. Η καρδιά ακόμα ασπαίρουσα πάνω στο πλαστικό κρανίο. Μου δώσανε το στιλέτο. «Σημάδεψε και ρίξε», μου είπαν. Κι εγώ, η ηλίθια, ζύγισα τη βολή και τίναξα το χέρι όλο σιγουριά. Το στιλέτο διέγραψε περιστρεφόμενο την τροχιά του στον αέρα και καρφώθηκε στην πλαστική κούκλα, ακριβώς στο σημείο ανάμεσα στα μάτια. Στο δόξα πατρί. Έτσι, κρίθηκα ακατάλληλη και απορριπτέα και έχασα την ευκαιρία να επαναλάβω τη βολή στον -πραγματικό- στόχο. Δεν είχε encore για μένα...
Και ξύπνησα. Πάνοπλη. Άφοβη και άλυπη. Αποφασισμένη. Ουρλιάζοντας «κι άλλο…» (πάνε τα γαλλικά του ονείρου). Και όρμησα να ξεριζώσω την καρδιά του κτήνους… καρδιά είπα; Όχι. Ποια καρδιά; Καρδιά δεν έχει. Όρμησα να του πάρω το κεφάλι και άνοιξε η θάλασσα για να περάσω… να κάνω Πάσχα… Ανάσταση; Όχι ακόμα. Αφού ο θάνατος πατείται μοναχά θανάτω…
Υ.Γ. 1. Για να μην σας αφήσω δίχως κατάλληλο ανάγνωσμα μια και έρχονται εκλογές προτείνω την ανάγνωση του βιβλίου «Περί φωτίσεως» του Ζοζέ Σαραμάγκου. Το περί τυφλότητας το ξέρουμε καλά, τόσο καλά που είναι σαν να το ζούμε. Το περί φωτίσεως λοιπόν προτείνω. Και θα κάνω και την αποκοτιά να προτείνω επίσης να σταματήσετε την ανάγνωση στη σελίδα 184. Ξέρω το βιβλίο έχει συνολικά 362 σελίδες, αλλά σταματώντας την ανάγνωση στο σημείο που προτείνω δηλαδή ακριβώς στη σελίδα 184, έχουμε το τέλειο τέλος. Είναι το απόλυτο και ζήσαν αυτοί καλά…
Υ.Γ. 2. Και μια και ανέφερα τον Σαραμάγκου να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να θυμίσω στον χρήστη της βιβλιοθήκης που δανείστηκε το βιβλίο «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις» και δεν θεώρησε σκόπιμο να το επιστρέψει (και κάθε φορά που το αναζητώ μου λένε πως είναι χρεωμένο στον ίδιο χρήστη) ότι είμαστε κι άλλοι που αγαπάμε Πορτογάλους αλλά τους μοιραζόμαστε…
Υ.Γ. 3. Ό,τι αρχίζει με Μπάροουζ τελειώνει με Μπάροουζ: «Το φάρμακο είναι ένα: Αστο και σάλτα! Απ’ το παράθυρο βουτιά κατευθείαν στον πολυσύχναστο δρόμο σαν το πεφταστέρι σπασμένα τζάμια στο διάβα της τροχιάς του να λαμπυρίζουνε στον ήλιο…»
Επειδή είναι εκείνη η γαμημένη «…μια παγωμένη στιγμή μέσα στο χρόνο όταν οι πάντες βλέπουν τι υπάρχει στην άκρη του κάθε πιρουνιού…»