Story of my fucking life

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 08.06.19 ]

Στημνήμη

 ZAK / ZACKIE OH

 Ἐδῶ καὶ μῆνες δουλεύω κάθε Σαββατοκύριακο σ᾿ ἕνα μοτὲλ πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμὸ Λαρίσης. Ὅταν τὸ προσωπικὸ παίρνει ρεπό, φωνάζουν ἐμένα γιὰ ὅλες τὶς δουλειές. Τίποτα καλύτερο δὲν βρῆκα ἀπὸ τότε ποὺ μὲ σουτάρανε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία. Τὰ λεφτὰ τὰ χρειάζομαι καὶ εἶναι καλὰ γιὰ τὴν ὥρα.

Ὁ Πάνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν εἶδε μὲ καλὸ μάτι τὴ νέα μου δουλειά. «Ἔφυγες ἀπὸ τὸ Δημόσιο κι ἔγινες δημόσια», μὲ κοροϊδεύει. «Αὐτὸ κι ἂν εἶναι πρόοδος! Ἡ γυναίκα μου», λέει, «νὰ καθαρίζει τὶς βρωμιὲς τῶν ἄλλων σὲ μοτὲλ ἡμιδιαμονῆς… Ἀκοῦς ἐκεῖ, καμαριέρα! ‟Τί θέλετε κύριε;” ‟εἶστε εὐχαριστημένος;” ‟νὰ μᾶς ξανάρθετε…” Νὰ μπαίνει τὰ πρωινὰ στὰ ξένα δωμάτια καὶ στὰ ξένα μπάνια, νὰ πιάνει μὲ τὰ χέρια της τὰ σεντόνια καὶ τὶς πετσέτες ποὺ ἄλλοι ἔχουν κοιμηθεῖ καὶ σκουπιστεῖ. Καὶ μὲ τὰ ἴδια χέρια μετὰ νὰ ἀγκαλιάζει ἐμένα καὶ τὸ παιδί μου. Κι ἂν κάποιος τῆς ζητήσει ἔξτρα περιποίηση καὶ ροὺμ σέρϐις;» Εἶχε ἀκούσει καὶ γιὰ κεῖνον τὸν διάσημο Γάλλο ποὺ τὴν ἔπεσε σὲ μιὰ καμαριέρα καὶ ἀνησυχοῦσε ὅσο νά  ᾿ναι. (…)

Ἄκου μιὰ ἱστορία, τοῦ κάνω, καὶ βγάλε νόημα.

Κάθεται μὲ τὰ πόδια σταυρωμένα στὴν κουζίνα καὶ ἀνάβει τσιγάρο. Πετᾶ ἐπιδεικτικὰ τὴ στάχτη στὰ πλακάκια καὶ περιμένει τὶς ἀντιδράσεις μου, μὲ βλέμμα γεμάτο δυσπιστία. Ἀνοιγοκλείνει τὰ βλέφαρα καὶ σκουπίζει μὲ τὴ γλώσσα τὰ χείλη του.

Τὸ περασμένο Σάββατο, τοῦ λέω, ἕνας πελάτης, τρεῖς τὰ ξημερώματα, ζήτησε χάμπουργκερ μὲ πατάτες καὶ κόκα κόλα, γι᾿ αὐτὸν καὶ τὴν καλή του. Τί νὰ κάνω, ἀφήνω τὸν Ἰϐὰν στὴ ρεσεψιὸν -μόνιμο θαμώνα καὶ προστάτη πολλῶν κοριτσιῶν-καὶ φεύγω σφαίρα γιὰ τὸ φαστφουντάδικο ‟24 ὧρες”, δυὸ τετράγωνα παρακάτω. Ἐρημιὰ στοὺς δρόμους, παγωνιὰ καὶ ἀφόρητη μοναξιά. Κοντὰ στὸ μαγαζί, πάνω στὸ λερὸ πεζοδρόμιο, ξαπλωμένοι σ᾿ ἕνα στρῶμα -ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνει στρῶμα -ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα, ἀπροσδιόριστης ἡλικίας καὶ ἐθνικότητας, σκεπασμένοι μὲ κουβέρτες μέχρι τὸ λαιμό. Δίπλα, σὲ νάιλον σακοῦλες σκουπιδιῶν ὅλο τους τὸ βιός. Κοιμόντουσαν ὅμως τοῦ καλοῦ καιροῦ, χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους περαστικούς. Λὲς κι ἦταν ἀόρατοι. Ἀριάδνη, εἶπα, φάντασμα κατάντησες κάθε βράδυ καὶ περιφέρεσαι μέσα στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ σπιτιοῦ σὰν ὑπνοϐάτης. Καὶ τοῦτοι δῶ κοιμοῦνται τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου παρέα μὲ τὸ φεγγαρόφωτο. Μπαίνοντας βιαστικὴ στὸ μαγαζὶ πέφτω πάνω στὴ Ντορίτα ποὺ κράταγε μιὰ χάρτινη σακούλα μὲ ἕτοιμα φαγητά. ‟Γιὰποῦ το ᾿βαλες;” τῆς κάνω. ‟Μιὰ δουλειά”, μοῦ λέει λαχανιασμένη, μὲ τὰ πρησμένα χείλη της. Μὲ τὴ Ντορίτα τὰ λέμε συχνὰ στὸ ξενοδοχεῖο. Ἔδωσα τὴν παραγγελία καὶ περίμενα. Τὴν ἴδια στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν τζαμαρία διακρίνω τὴν Ντορίτα, τὴ δίμετρη ξανθιὰ ποὺ σοῦ ᾿λεγα, νὰ σκύβει καὶ ν᾿ ἀφήνει τὴ σακούλα δίπλα στὸ στρῶμα μαζὶ μ᾿ ἕνα εἰκοσάευρο. Ἐκείνη τὴν ὥρα κάτι νεαροὶ πελάτες ἄρχισαν νὰ γελᾶνε ἀνάρμοστα. Ξέρεις, τὰ γνωστὰ... Αὐτὴ δὲν ἔδωσε σημασία καὶ ἀπομακρύνθηκε γρήγορα. Ὁ ἄντρας, ποὺ τόση ὥρα ἦταν ξαπλωμένος, ξύπνησε, κατάλαβε τί συνέβη καὶ σηκώθηκε φανερὰ ἐκνευρισμένος, βλαστημώντας, χειρονομώντας καὶ κλοτσώντας μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὴ σακούλα. Κοιτάζει καχύποπτα δεξιὰ ἀριστερὰ μὴν τὸν πάρει πρέφα κανένα μάτι -χώνει τὸ εἰκοσάευρο στὴν τσέπη καὶ πετάει τὴ χαρτοσακούλα στὸν κάδο ἀπορριμμάτων.

‟Ρέ παιδιά, ὁ τύπος μουνὶ ἤθελε”, φώναξε πιάνοντας τὴν κοιλιά του ἀπ᾿ τὰ γέλια ἕνας ἀπ᾿ τὴν παρέα τῶν νεαρῶν, ‟ὄχι πατάτες καὶ μπιφτέκια!”

Σὲ λίγο βλέπω τὸν ἄστεγο νὰ μπαίνει στὸ μαγαζὶ καὶ νὰ ψωνίζει πακέτα ὅλο τὸ εἰκοσάευρο.

Κατάλαβες, Πάνο, τί σημαίνει πείνα, τοῦ κάνω. Νὰ πεινᾶς, νὰ πεθαίνεις τῆς πείνας, καὶ νὰ μὴν καταδέχεσαι φαγητὸ ἀπὸ μιὰτραϐεστί. Γιατὶ διαφορετικὰ κηλιδώνεις τάχα μου τὴν ὑπόληψή σου. Ποιὰ ὑπόληψη, τὴν τσαλακωμένη;  Ἠθικὴ τοῦ κώλου, Πάνο, τ᾿ ἀκοῦς;  (…)

Χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ὁ νοῦς μου πηγαίνει στὴν Ντορίτα καὶ τὴν Ὑϐόννη, τὴ Μικαέλα καὶ τὰ ἄλλα κορίτσια, μὲ τὰ φανταχτερὰ ροῦχα, τὶς περοῦκες, τὶς δωδεκάποντες γόϐες καὶ τὰ ἐξτένσιον. Σκέφτομαι τὰ λεηλατημένα τους σώματα, τὶς προσϐολὲς ποὺ δέχονται κάθε μέρα στὸ πρόσωπο, τὰ πρόστυχα πειράγματα πίσω ἀπ᾿ τὴν πλάτη τους. Ὅταν τὶς ρωτῶ γι᾿ αὐτό, κουνᾶνε πέρα δῶθε τὸ κεφάλι καὶ μοῦ δείχνουν μὲ τὸ χέρι στὴν καρδιά. (…)

 [πηγή: «Λερωθείτε, κάνει καλό», από τη συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο», Το Ροδακιό 2018]