Place de Psiri

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 22.04.19 ]

Τη Μεγάλη Βδομάδα, τέλη του ’60, αρχές του ’70, κατέβαινα με τους συγγενείς της μάνας μου στην πλατεία Ψυρρή. Φιλωτίτες εκ Νάξου οι άνθρωποι, Ψυρρή την έλεγαν κι όχι «Πλατεία Ηρώων», ονομασία που προφανώς την επέβαλαν κάποιοι κομματάρχες ώστε να αναγνωρισθούν και επισήμως ως ήρωες οι ανόητοι. Κατηφορίζαμε λοιπόν για τα πασχαλινά ώνια και για την αγορά της καθιερωμένης λαμπάδας, ανοιξιάτικων ρούχων και παιχνιδιών για χάρη μου, καθώς τις περισσότερες φορές το Πάσχα συμπίπτει με τα γενέθλιά μου.

Εδώ και έναν αιώνα, μας λέει το Διαδίκτυο, η εικόνα της εν λόγω πλατείας δεν άλλαξε και πολύ, εφόσον συνεχίζεται το παλαιότατο έθιμο της πώλησης αρνιών και κατσικιών από τους συμπαθέστατους παραγωγούς της Νάξου. Βέβαια, τότε, έρχονταν καραβιές με ζωντανά, τα οποία φιλοξενούνταν στις παρακείμενες αυλές μέχρι, από την Μεγάλη Πέμπτη και μετά, να σφαγιασθούν σε κοινή θέα και το αίμα, θυσία, να ρέει άφθονο στους δρόμους. Τώρα, έρχονται τακτοποιημένα σε ψυγεία, καλοδιατηρημένα και πληρούν τους κανόνες υγιεινής. Οι βοσκοί πλέον φορούν άσπρες πεντακάθαρες ποδιές, τα είδη προσφέρονται με κάθε κανόνα σύγχρονης υγιεινής, ενώ οι πελάτες είναι εξίσου απαιτητικοί.

Εξακολουθώ να τηρώ το πατροπαράδοτο έθιμο και να επισκέπτομαι τούτες τις μέρες την περιοχή του Ψυρρή, για να βρω παλιούς φίλους, γνωστούς και συγγενείς, και να με φιλέψουν στο πόδι και κανένα ανθότυρο, αρσενικό ή ξυνομυζήθρα –τα κρέατα τα αποφεύγω λόγω της χοληστερίνης που ακάθεκτη συσσωρεύεται στα κύτταρα. «Για ορίστε, με δοκιμή το τυράκι» διαλαλεί την πραμάτεια της η Ναξιώτισσα κυρά, στην οδό Μιαούλη, ούτε τρία λεπτά με τα πόδια απ’ την Ερμού και τη στάση του μετρό Μοναστηράκι.

Κι εγώ θυμάμαι, το ’75 θα ’τανε. Ψήναμε το Πάσχα στην αυλή μας το αξιώτικο αρνί που πεσκέσι μάς έκαμε ο θείος Γιακουμής την Πρωτομαγιά, έτσι για τη λευτεριά! είπε στη νονά μου και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια –δέκα χρονών παιδί εγώ τότε. Το αρνί καθώς και η μεγάλη σούβλα με το κοκορέτσι καταναλώθηκαν ολοσχερώς. Μόνο ο θείος Μανόλης, πρώην αξιωματικός του Στρατού, δεν ακούμπησε. Καθότανε σε μια καρέκλα και τα γαλάζια μάτια του θαρρείς και ήταν θάλασσες και η ίριδα λευκό πανάκι που ταξιδεύει από τον Καλαντό ίσαμε τα Κουφονήσια. Σε μια στιγμή βουρκώνει και ο πόνος αυλακώνει το όμορφο και ήρεμο πρόσωπό του.

Ο θείος Μανόλης πέθανε ένα χρόνο μετά από ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη. Σαν το αρνί κρεμασμένο στο τσιγκέλι, λέει, τον βασανίζανε επί μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Έξι και επτά άνθρωποι χτυπούσαν λυσσαλέα το κορμί του μπροστά στα μάτια των διοικητών Χ. και Σ., ώσπου να σπάσουνε οι ίνες. Στο τέλος το διαπεράσανε με ένα χοντρό σύρμα, το βάλανε στη σούβλα, και άρχισαν να χορεύουν τσάμικα.

Ήταν η τελευταία φορά που σουβλίσαμε στην αυλή μας αρνί. Έκτοτε το πηγαίναμε στον φούρνο της γειτονιάς κι αργότερα το ψήναμε στον ηλεκτρικό φούρνο του σπιτιού μας.

Λέω να πάω και φέτος στου Ψυρρή τη Μεγάλη Πέμπτη. Θα πάρω τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά και θα κατέβω στο Μοναστηράκι. Στην Πλατεία Ηρώων έχει ένα παλιό μαγαζί που ψήνει ωραίο καφέ. Θα χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες. Και το απόγευμα θα πάω στους παρακείμενους Ταξιάρχες. Στις εννέα θα σβήσουν τα φώτα. Η πομπή της σταύρωσης υπό το αμυδρό φως των κεριών θα κινηθεί με αργό και σταθερό ρυθμό προς το κέντρο του ναού, διαπερνώντας το πλήθος των πιστών. Το Θείο πάθος σχεδόν θα κορυφωθεί. Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.