J. Habermas: Η εποχή των μεταβάσεων

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 18.06.18 ]

«Η εποχή των μεταβάσεων» (SCRIPTA) του J. Habermas είναι όπως λέει ο ίδιος ένα «αναγνωσματάριο» που περιλαμβάνει άρθρα συνεντεύξεις και ενδιαφέρουσες βιβλιοκρισίες του. Είναι περιττό να αναφερθούμε στη σπουδαιότητα της σκέψης του Χάμπερμας, της οποίας ισχυρές «δόσεις» εμπεριέχονται στο παρόν βιβλίο. Όμως, επειδή η Ενωμένη Ευρώπη και η οικουμενική κοινωνία των πολιτών είναι θέματα που έχουμε γνωρίσει από την πρόσφατη αρθρογραφία του Χάμπερμας, θα εστιάσουμε στην αμερικανική ιδιαιτερότητα, τον αμερικάνικο Πραγματισμό μέσω των βιβλιοκρισιών του σε πονήματα του Ντιούι, του Ρόρτυ και του Μπράντομ.  

Ο αμερικανικός Πραγματισμός είναι η μόνη αυθεντικά αμερικανική φιλοσοφία, αντλεί βέβαια από το πνεύμα της εγελιανής φιλοσοφίας, την οποία όμως σύμφωνα με τον Χάμπερμας «ανασημασιοδοτεί υπό το πρίσμα της θεωρίας της διυποκειμενικότητας και της φυσιοκρατίας». Ουσιαστικά το υπόβαθρο (κυρίως της αριστερής εκδοχής) του αμερικάνικου Πραγματισμού είναι η φιλοσοφία του νεαρού Χέγκελ, όπου εμπεριέχεται μια «ζωντανή έννοια της δημοκρατίας –μέσω της σύλληψης μιας κοινωνίας πολιτών η οποία νοεί τον εαυτό της ως επικοινωνιακή κοινότητα, που πειραματίζεται και μαθαίνει». Κι ενώ αρχικά έχουμε τη «μετανάστευση» της γερμανικής ιδεολογίας (του προτεσταντισμού αλλά και του εγελιανισμού) στις ΗΠΑ, σήμερα έχουμε την αντίστροφη ροή ιδεών από τις ΗΠΑ προς τη Γερμανία και γενικότερα την Ευρώπη. Έτσι, από τον εγελιανό Ντιούι καταλήγουμε, περνώντας από τον Ρόρτυ, στον Μπομπ Μπράντομ που προσπαθεί να «διαρρήξει το χρηματοκιβώτιο του Χέγκελ με αναλυτικά εργαλεία».

Τη δεκαετία του 1920, όταν στην Ευρώπη αναπτύσσουν τις θεωρίες τους ο Βίτγκενσταϊν, ο Χάιντεγκερ, ο Λούκατς και ο Σέλερ, στις ΗΠΑ δημοσιεύεται το The Quest for Certainty του Τζων Ντιούι, η αριστερή δηλαδή εκδοχή του αμερικάνικου Πραγματισμού. Ο Πραγματισμός αντιμετωπίστηκε αρχικά από τους Ευρωπαίους ως ύβρις. Η σοβαρή αντιμετώπιση του Πραγματισμού συνέβη δύο δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα, πάντως, πολύ αργοπορημένα, ο Πραγματισμός αναβαθμίστηκε στην Ευρώπη. Έτσι από ύβρις έγινε έπαινος! Ο Ντιούι, όπως όλοι οι Αμερικανοί πραγματιστές, αρνείται τον διαχωρισμό θεωρίας και πράξης όπως συμβαίνει στην Ευρώπη και αποδίδει την πρωτοκαθεδρία στην Πράξη και δη την καθημερινή, εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι καλούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να επιβιώσουν. Σ’ αυτή την κατεύθυνση η σχέση «γνώσης και πράξης» γίνεται συγκεκριμένη. Η γνώση δηλαδή αποσκοπεί στην πράξη και γίνεται μία πρακτική γνώση. Η φιλοσοφία (και η γνώση) πλέον αποποιείται τη δήθεν βεβαιότητα της «καθαρής θεωρίας» και την αλαζονεία του «θεμελιωτή» των επιστημών. Αντίθετα, η φιλοσοφική «αλήθεια» του Πραγματισμού είναι σχετική και υποκειμενική, ευρισκόμενη σε αντιστοίχηση με την ενδεχομενικότητα, την απροσδιοριστία του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να συνεργάζεται με τις επιστήμες και την τεχνική, επιταχύνοντας συνεχώς τις διαδικασίες της κυριάρχησης πάνω στη φύση και της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ακριβώς, εδώ βρίσκεται η αφετηρία της προόδου και της συνεχούς «επιτάχυνσης». Ο Ντιούι όπως και ο Γουίλλιαμ Τζαίημς οριοθετούν τον Πραγματισμό τους έναντι του «λογικού εμπειρισμού» του Κάρναπ και του Ράιχενμπαχ καθώς και απέναντι στον «φιλοσοφικό ιδεαλισμό» του Σέλερ και του Χάιντεγκερ.  Αντιτιθέμενος ο Ντιούι στον εμπειρισμό, στρέφεται κατά του εμπειριστικού «μοντέλου του θεατή της γνώσης» σύμφωνα με το οποίο στοιχειώδη δεδομένα των αισθήσεων προσφέρουν μια σίγουρη εμπειρική βάση. Για τον Ντιούι οι εμπειρίες αποκτώνται μόνον όταν ερχόμαστε ενεργά σε επαφή με την πραγματικότητα, «στα τοιχώματα της οποίας μπορεί να συντριβούν οι προσδοκίες που καθοδήγησαν τις πράξεις μας». Συνεπώς, η πραγματικότητα δεν διανοίγεται με την πρόσληψη μέσω των αισθήσεων αλλά στο πλαίσιο της πράξης, δηλαδή με κατασκευαστικό τρόπο -Από εδώ προκύπτει ο Homo faber. Με άλλα λόγια αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα μόνο μέσω της επιτυχημένης και ταυτόχρονα ελεγχόμενης έκβασης των ενεργειών που συνειδητά (δηλαδή έχοντας συγκεκριμένο σκοπό) πραγματοποιήσαμε. Από εδώ προκύπτει το νόημα των πειραμάτων είτε in vitro είτε in vivo, δηλαδή των πιλοτικών προγραμμάτων είτε στην επιστήμη είτε στην οικονομία είτε στην πολιτική και τη γεωπολιτική. Διότι ο Ντιούι επενδύει τη «επέκταση της πειραματικής αντιμετώπισης σε όλα τα πρακτικά προβλήματα». Τελικά, αυτό που διακρίνει τον Ντιούι από τους άλλους πραγματιστές (που επικρίνουν ομοίως την απόσπαση της θεωρίας από την πράξη) είναι η κυριαρχία της επιστήμης, η κυριαρχία δηλαδή του ανθρώπου πάνω στη φύση. Γι’ αυτό οι φυσικές επιστήμες που νοούνται ως «λειτουργιστικές», έχουν μεγάλη σημασία για την απόκτηση τεχνικά αξιοποιήσιμης γνώσης. Μια ακόμη διαφορά του Ντιούι από τους άλλους πραγματιστές είναι ότι αυτός δέχεται πως οι αξιολογικές κρίσεις είναι συνδεδεμένες με τη γνώση και δεν ανάγονται σε υποκειμενικές παρορμήσεις, αισθήματα και αποφάσεις. Αλλά και αυτή η γνώση του Ντιούι αφορά μόνο τους όρους επιτυχίας των διαφόρων ενεργειών και όχι τις διαχρονικές αρχές που διακρίνουν την ανθρώπινη συνείδηση και οι οποίες απορρίπτονται ως «εμπειριστικές ηθικές του βίου». Έτσι, η γνώση είναι μόνο μία «η γνώση της επίδοσης» και οι αξιολογικές κρίσεις δεν είναι παρά οι όροι της επιτυχίας μιας πρακτικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία δεν είναι παρά μία «ιστορία των επιτυχόντων», όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, ή των «επιτυχημένων» (ή των νικητών!), όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Ντιούι έγινε γνωστός μόνο όταν το 1979 ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ τον υπέδειξε ως έναν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ουαιώνα. Ουσιαστικά ο Ντιούι, όπως και ο Πραγματισμός γενικά, ανταποκρίνεται τόσο στην εποχή του ρίσκου που ήταν οι ΗΠΑ των αρχών του 20ου αιώνα, όσο και στην παγκόσμια κοινωνία του ρίσκου που είναι η σημερινή. Σύμφωνα με αυτή «μόνον η οδός της πράξης είναι σε θέση να τιθασεύσει νοητικά έναν κόσμο μεστό κινδύνων», μόνο μέσα από την παραγωγική διαδικασία των απογοητεύσεων παγιώνει κανείς τη συνήθεια να δρα με τον ενδεδειγμένο τρόπο για να πετύχει! Τελικά, ο Ντιούι, όπως σημειώνει ο Χάμπερμας «αρνείται να αντιπαραθέσει το βάθος προς την επιφάνεια, τη διακινδύνευση προς την κανονικότητα, το γεγονός προς τη συνήθεια… Ο Ντιούι δεν εξερεθίζει, παρέχει ερεθίσματα. Ως δημοκρατικός στοχαστής είναι βαθιά εξισωτικός…». Γι’ αυτό ίσως ανασύρεται στην εποχή της διόγκωσης των ανισοτήτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι από την άλλη πλευρά, την εποχή των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, ανασύρεται η αναλυτική φιλοσοφία και η αποδόμηση των φιλοσοφικών κειμένων. Η κριτική στην πολιτική οικονομία και η ηθική αγανάκτηση για τις διαρθρωτικά παγιωμένες κοινωνικές ανισότητες αντικαθίστανται από μία «οξυμένη ευαισθησία ως προς τις γλωσσικές εκφάνσεις των αρνητικών διακρίσεων». Με άλλα λόγια όταν βρίζεις κάποιον «ρε, πεινάλα», εκείνος διαμαρτύρεται που τον είπες «ρε»! Από εδώ προέκυψε η πολιτισμική αριστερά που εξέθρεψε μια «σχολή της μνησικακίας» όπου ξεμαθαίνεις να οργίζεσαι για την κοινωνική αδικία και απαξιώνεις την πολιτική δράση. Γι’ αυτό ο Ρόρτυ σύμφωνα πάντα με τον Χάμπερμας καλεί τους Αμερικανούς να επιστρέψουν στην παράδοση του «πολιτικού πραγματισμού», τη μόνη που ανταποκρίνεται στην αμερικανική ιδιαιτερότητα. Ο Πραγματισμός του Ρόρτυ εμπνέεται από την Ευρώπη, από το πνεύμα του νεαρού Χέγκελ και ειδικά τη φυσιοκρατική ιδιοποίησή του από τον Γουίτμαν και από το πνεύμα της νεωτερικότητας –τη δημοκρατία, την επιστήμη, την τεχνική. Ο «πατριωτισμός» (ως εθνική υπερηφάνεια) του Ρόρτυ ανάγεται στον πρώιμο ρομαντισμό και δεν έχει σχέση με την παράδοση των «γερασμένων ρομαντικών που έγιναν ευσεβείς» κρίνει ο Χάμπερμας. Για τον Ντιούι το έθνος είναι μια σε διαρκή διαβούλευση κοινωνία των πολιτών- είναι μια αέναη κατασκευή, όχι ένα δώρο της φύσης. Οι εθνικές ταυτότητες σχηματίζονται μόνον μέσα στη ροή των δημόσιων διαλόγων». Αυτό που διακρίνει τον Ντιούι από τους άλλους πραγματιστές (που επικρίνουν ομοίως την απόσπαση της θεωρίας από την πράξη) είναι η κυριαρχία της επιστήμης, η κυριαρχία δηλαδή του ανθρώπου πάνω στη φύση. Γι’ αυτό οι φυσικές επιστήμες που νοούνται ως «λειτουργιστικές», έχουν μεγάλη σημασία για την απόκτηση τεχνικά αξιοποιήσιμης γνώσης.               

 Ο Ρόμπερτ Μπράντομ (μαθητής του Ρόρτυ) προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του Πραγματισμού με την ευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση του ορθολογισμού. Έτσι, η διαφορά μεταξύ αυτού που θεωρούμε αληθινό και αυτού που είναι αληθινό είναι η διαφορά που προκύπτει από την κοινωνική οπτική του ομιλητή και του ερμηνευτή. Το κενό της αντικειμενικότητας επιχειρείται να επιλυθεί με έναν «αντικειμενικό ιδεαλισμό», δάνειο από τον Χέγκελ, του οποίου όμως η «απόλυτη γνώση» περιορίζεται από τις εμπειρικές αλυσίδες του Κάρναπ.