H βιβλιοφιλία ως αντιδραστικό φετίχ
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 23.04.25 ]Τα βιβλία, τα χάρτινα ή τα ηλεκτρονικά, παραμένουν στο συλλογικό ασυνείδητο ως οι κατεξοχήν φορείς όχι μοναχά ιδεών αλλά και κοινωνικού στάτους. Είναι η σημειολογική απεικόνιση εκείνου που αποκαλείται γνώση, ή μόρφωση ή καλλιέργεια, εκείνου που, εν τέλει, αποκαλείται πολιτισμός. Οι «φίλοι/ες» τους άρα είναι εκείν@ που η κατεστημένη κουλτούρα τούς τοποθετεί στα ψηλά σκαλοπάτια: έχουν δεν έχουν «φράγκα», διαθέτουν μιας άλλης μορφής κεφάλαιο, το οποίο, όντως, του/ις ανεβάζει μάλλον στα μεσο-άνω στρώματα της πυραμίδας. Διαχωρίζονται από την «πλέμπα», από τους χειρώνακτες, εκείνους που δεν έμαθαν «να χαλαρώνουν» συλλογιζόμενα τα ερέβη του νου διαβάζοντας, αλλά, άκοντες, δουλεύουν νυχθημερόν για την υλική, και όχι την πνευματική, θρέψη.
Η τέχνη, λοιπόν, της ανάγνωσης, η ταπεινή, η καθιστική, η παθητική, τέχνη υπό την διαμεσολάβηση του γράφοντος και της γράφουσας, τέχνη όμως υψηλότατη, που διεγείρει το φαντασιακό, κατάντησε, εργαλειοποιημένη, όργανο των από πάνω. Από κει που η χρήση της υπήρξε εξεγερτική, -διαβάζω – μορφώνομαι - επαναστατώ- έγινε όργανο κατευνασμού και, εν τέλει, εξανδραποδισμού. Συνδεόμενη άρρηκτα με την κουλτούρα της «αριστείας», την κουλτούρα δηλαδή της περιφρόνησης όσ@ δεν διαθέτουν συστημικά προσόντα γνώσης, επιβεβαιώνει τη βάση της αντιλαϊκής δομής των καπιταλιστικών κοινωνιών, αναπαράγοντας τη λογική της ανάθεσης.
Τα προλεταριακά στρώματα, τα «αμόρφωτα», που «δεν ανοίγουν βιβλίο», σπρώχνονται να εγκαταλείψουν τον ιστορικό τους ρόλο τον οποίον και παραχωρούν στους «διαβασμένους». Εκείν@ δηλαδή που παίζουν στα δάχτυλά τους τα καλλιτεχνικά δρώμενα, τα ρεύματα της λογοτεχνίας, της μουσικής ή της ζωγραφικής, εκείν@ που ομιλούν κομψεπίκομψα, εκείν@ αποτελούν και τα κατάλληλα να διοικούν τις κοινωνίες. Η εργάτρια που αγνοεί, επί παραδείγματι, τον Σεφέρη, αποκλείεται να γίνει υπουργίνα, όπως εξάλλου και ο εργάτης που αγνοεί τον Ελύτη. Κι ας είναι στην πράξη απείρως προτιμότεροι και πολυτιμότεροι από πάμπολλα, βιβλιόφιλα και σπουδαγμένα, άτομα.
Αν ο αντιδιανοουμενισμός αποτελεί ίδιον του φασισμού/ναζισμού –αλήστου μνήμης ο Kulturbolschewismus, η προσπάθεια γελοιοποίησης από τους χιτλερικούς των μαρξιστών διανοουμένων-, η αντιλαϊκότητα, η «αριστεία» και ο φετιχισμός της «μόρφωσης», με τα πιστοποιημένα, ακριβοπληρωμένα πτυχία διαμορφώνουν μια εξίσου επικίνδυνη κατάσταση: τα προλεταριακά στρώματα, από «άλας της γης», περιθωριοποιούνται ακόμα και από την αριστερά. Και εκεί η «αριστοκρατία» γίνεται κυρίαρχη κουλτούρα, παραμερίζοντας τους φουκαράδες - που - δεν – ανοίγουν – βιβλίο.
‘Ετσι, πολλές/οι περισπούδαστοι/ες και διαβασμένοι/ες, στα κρυφά, αλλά και φανερά, επαίρονται για τις ευαίσθητες καρδιές τους και συνεορτάζουν τις παγκόσμιες ημέρες, των βιβλίων, της ποιήσεως κ.ο.κ. Στοχάζονται τα βάθη της υπάρξεως και τα καλολογικά στοιχεία της έκφρασής τους, οπότε «γύρω μας άλλοι κι αν πεινούν, αν δυστυχούν, αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία, ω, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία».
Η ειρωνική, αποστροφή του Γιάννη Ρίτσου στον Κώστα Καρυωτάκη ταιριάζει γάντι σ' εκείν@ που δεν δίνουν δεκάρα για τους κοινωνικούς αγώνες, συνωστίζονται όμως στα σαλόνια των μαικήνων μπας και από κουλτουριαραίοι γίνουν και φραγκάτοι.
Να επανενταχτεί η, κάθε μορφής, τέχνη στην πράξη της ζωής, να ανακτήσει τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα, να φέρει στην πρώτη γραμμή τους έσχατους, τούτο είναι το πρωταρχικό.
Αλλιώς, η βιβλιοφιλία δεν είναι παρά ένας ακόμα καταναλωτισμός. Εμπορευματοποίηση της κουλτούρας, εναντίον της ουσίας του ανθρώπου.
*Η 23η Απριλίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα των βιβλίων