1945: Οι σιωπηλές Ερινύες...

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 25.06.18 ]

Η ουγγρική ταινία του Φέρεντς Τόροκ, που παίζεται τώρα στους κινηματογράφους της Αθήνας, είναι –κατά την άποψή μου-, ό,τι καλύτερο μπορεί να δει ένας σινεφίλ αυτή την περίοδο,-και όχι μόνο-.

Αυτό το λέω, δοθείσης και της φασιστικής αναβίωσης στη συγκεκριμένη χώρα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. Ιταλία). Γιατί ιδεολογήματα αυτού του είδους, όταν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, μονάχα τέρατα γενούν. Ωσεί τέρατα, καταδόσεις, υποχθόνιες διεργασίες, δολοφονίες,-ελαφρά τη καρδία-, συνωμοσιολογίες, εξολοθρεύσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, γενοκτονίες. Ο άνθρωπος δηλαδή, στα χειρότερά του.

Στην ταινία τώρα. Δε θα πω πολλά, γιατί δεν είμαι  κριτικός κινηματογράφου, και τα περί σεναρίου, μπορούν να διαβαστούν από αντίστοιχα έντυπα. Θα περιοριστώ μόνο σε ποιητικές –για μένα-, σκηνές. Δυο μαυροφορεμένοι τυπικά –και λόγω αμφίεσης-, Εβραίοι, επιστρέφουν σ’ ένα Ουγγρικό χωριό τον Αύγουστο του 1945, αμέσως με τη λήξη του πολέμου. Ήσυχα, ήσυχα, σχεδόν τελετουργικά, φορτώνουν πάνω σ’ ένα κάρο, δυο δέματα. Και στη συνέχεια, από το σταθμό, η –τουλάχιστον- παράξενη αυτή πομπή, διασχίζει –απλά!- το χωριό. Ναι έτσι ακριβώς. Απλά, σιωπηλά, δραματικά, σα μουσικό ρέκβιεμ.

Διασχίζει και διασπείρει το θάνατο. Φυσικό, αλλά και ψυχικό. Γιατί θάνατος είναι και η ψυχολογική διάλυση, θάνατος και οι αποχωρισμοί, θάνατος και οι χαρμόσυνες τελετές, που καταλήγουν σε συντρίμμια, από τη μια στιγμή στην άλλη. Εν ολίγοις, ο κοινοτάρχης, ο κύριος «παντός καιρού» (πριν με τους ναζί, τώρα με το νέο καθεστώς), πατέρας του γαμπρού, χάνει και το φαρμακείο, αλλά κυρίως και το γιο του (το γαμπρό). Ο συμπέθερος και συνεργάτης στις καταδόσεις στους ναζί, του ηθικού αυτουργού, πατέρας της νύφης, αυτοκτονεί στην κρεμάλα. Η νύφη, χάνει και το φαρμακείο που εποφθαλμιούσε, και τον εραστή που είχε απεμπολήσει για… το φαρμακείο, και φυσικά και το γαμπρό, που αναχωρεί για πάντα από το καταραμένο σημείο, στο ίδιο τρένο με τους δυο Εβραίους, που κάποτε υπήρξαν θύματα των δολοπλοκιών και της αδηφαγίας του πατέρα του!  Και όλα αυτά, από μια απλή διέλευση! Απλή;  Όχι και τόσο.

Γιατί λίγα χρόνια πριν, το χωριό αυτό, είχε διαπράξει ένα έγκλημα. Το ίδιο έγκλημα, που είχε διαπραχτεί και στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, στην Κέρκυρα, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, αλλά και παντού στην πολιτισμένη Ευρώπη. Το ίδιο έγκλημα που διαπράττεται κατά των μειονεκτούντων  και μειονοτήτων σε περιόδους όπου ισχύει το δίκιο του ισχυρότερου, ως a priori «δίκαιο- άδικο».

Γιατί γύρισαν πίσω αυτοί οι δυο μαυροφορεμένοι τύποι; Για να διεκδικήσουν την κλεμμένη και καταπατημένη περιουσία τους; Για να πουλήσουν κάποιο εμπόρευμα και να ενσωματωθούν εκ νέου σε μια σάπια κοινωνία, που τους πέταξε κάποτε εκτός, σαν την ήρα από το σιτάρι; Για να απειλήσουν μόνο και μόνο με την παρουσία τους τον ένοχο, -άλλος λιγότερο, και άλλος περισσότερο-, περίγυρο;

Είναι απλό. Γύρισαν για να θάψουν ό,τι απέμεινε από τους δικούς τους ανθρώπους. Στα στρατόπεδα που τους ξαπόστειλαν οι συνάνθρωποι.

Αλλά. Και για να θάψουν στην «κηδεία» αυτή, και όλη τη μωροφιλοδοξία, τη μισαλλοδοξία, τη ματαιότητα εν τέλει, αυτού που έβαψε τα χέρια του με «κρίματα». Οι Ευμενίδες του Αισχύλου τελικά, μόνο έτσι εξευμενίζονται. Δεν γίνεται διαφορετικά, είναι «θεία δίκη».

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, υπέροχη, το σενάριο δεμένο, κλιμακώνεται αριστοτεχνικά ως την τελική πράξη, ο περιβάλλων χώρος παραπέμπει σε χωριά δικά μας την αντίστοιχη περίοδο, οι ηθοποιοί, επιλεγμένοι όπως πρέπει ο καθένας!

Και… προσέξτε το βλέμμα του ηλικιωμένου Εβραίου. Είναι ομιλούσα ερινύα. Αυτό…