Ιβάν Τουργκένιεφ: Ο έρωτας ως ποίηση του αδυνάτου

[ / Ελλάδα / 18.05.20 ]

                             

Πίνοντας σε ένα μπαρ με έναν καλό φίλο, προσπαθήσαμε να απαριθμήσουμε  τα ωραιότερα κείμενα με αντικείμενο τον έρωτα. Το διανοητικό αυτό πείραμα, δυστυχώς, δεν κράτησε, για πολύ, αφού σύντομα απέτυχε παταγωδώς•  τα εν λόγω κείμενα είναι προφανώς αναρίθμητα (δόκιμα, νουβέλες, ποιήματα, θεατρικά κτλ.). Αν κάτι, όμως, πραγματικά καταφέραμε μέσα από αυτόν τον διάλογο, αυτό δεν ήταν άλλο από την έγερση του παρακάτω διπλού ερωτήματος. Ποια είναι η σημασία του έρωτα -και κυρίως του ρομαντικού έρωτα- στη σημερινή μεταμοντέρνα κουλτούρα;  Έχει κάποιο νόημα το «to fall in love» ή μήπως ο στερημένος  ρίσκου, όπως τον χαρακτηρίζει ο Βεργέτης, «ντεκαφεινέ» έρωτας  με νομικά «προφυλακτικά» είναι η σημερινή «πραγματικότητα;

Ο Ιβάν Τουργκιένιεφ στην αυτοβιογραφική του νουβέλα που φέρει τον τίτλο «Ο Πρώτος Έρωτας», περιγράφει τον δικό του πρώτο έρωτα και τη σχέση του πατέρα του με το ερώμενο πρόσωπο.  Εκ πρώτης όψεως το βιβλίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού έρωτα: η έντονη παρουσία της φύσης, το μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα, τα έντονα αισθήματα ζήλιας και φυσικά το θάνατο.

 Μολονότι στην ιστορία της λογοτεχνίας έχουν υπάρξει πολλά τέτοια κείμενα -ο «Βέρθερος»  του Γκαίτε είναι το κατεξοχήν κείμενο- ο Τουργκιένιεφ, αντιθέτως, μοιάζει σα να βρίσκεται ένα βήμα μετά το θάνατο του Βέρθερου. Μας δείχνει την οπτική του έρωτα μετά τη πτώση (fall), μετά την τυχαία στιγμή. Στον «Πρώτο έρωτα» ο θάνατος επέρχεται, κατά το δοκούν, αλλά αυτή τη φορά όχι στον  ίδιο τον ήρωα•  ο θάνατος  επέρχεται στους πραγματικούς εραστές της νουβέλας, στους οποίους πάντως σίγουρα δεν ανήκει ο Βλαντιμίρ Πετρόβιτς, αφού στην ουσία ο έρωτάς του είναι μιμητικός (μιμείται τον έρωτα του πατέρα του για τη Ζηναΐδα).

 Ο αφηγηματικός μίτος ξεδιπλώνεται, λαμβάνοντας ως αφορμή, μια συζήτηση μεταξύ ανδρών για τον πρώτο έρωτα, κάτι που μας παραπέμπει ευθύς αμέσως στο πλατωνικό « Συμπόσιο». Αν και Ρώσος, ο Τουργκένιεφ έχει φύγει από τη Ρωσία και έχει γνωρίσει τη ρομαντική παράδοση που κρατάει από το Ιπποτικό μυθιστόρημα του 17ου αιώνα, την οποία και  ενσωματώνει, εντέχνως, με έναν τρόπο που δεν παύει να απαντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η ιστορία της τέχνης, είναι μια ιστορία γεμάτη από αντιθέσεις. Το εκάστοτε καλλιτεχνικό ρεύμα στέκεται  απέναντι στο άλλο επιβεβαιώνοντας  ταυτόχρονα τον εαυτό του και την ετερότητά του. Η διαμάχη  που μαίνεται στην εποχή του Τουργκιένιεφ δεν είναι άλλη από αυτή του ρομαντισμού με τον κλασικισμό. Ο συγγραφέας, χωρίς ποτέ να επιλέγει ξεκάθαρα ανάμεσα στα δύο, φαίνεται να κατανοεί  την αντίθεση των δύο αυτών ρευμάτων, αξιοποιώντας πότε το ένα και πότε το άλλο. Ενώ αρχικά υιοθετεί τη θεματική του ρομαντισμού κρατά κάποια απόσταση από τα παραδοσιακά κλισέ. Το ζενίθ της αντίθεσης έγκειται στον τρόπο που συνδυάζεται η φόρμα με το περιεχόμενο. Όπως προανέφερα, η θεματική είναι ρομαντική. Ο Τουργκένιεφ όμως, σκόπιμα αποφεύγει τις εκφραστικές υπερβολές, δίνοντας, αντίθετα, σημασία στη συμμετρία, στην ισορροπία της φόρμας και στην αισθητική μορφή.

  Σε αντίθεση με τα ψυχογραφικά πορτρέτα του Ντοστογιέφσκι, ο Τουργκιένιεφ χρωματίζει με ψυχρά χρώματα μια ολόκληρη εποχή, δημιουργώντας μια αντίστιξη ανάμεσα  στην αισθητική του «πραγματικά» ωραίου της ζωής και την ασχήμια που έρχεται να (από)-καλύψει η λογοτεχνική αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπέκετ εμπνέεται από τη νουβέλα και γράφει την δική του «πρώτη αγάπη». Η ποιητική του μηδενισμού που καταλογίζουν στον Μπέκετ είναι η ποιητική της επιμονής, της διάρκειας. Κοινά σημεία με τη νουβέλα του Τουργκιένιεφ δε βρίσκουμε τόσο στο ύφος, όσο στη θεματική (έρωτας, θάνατος, σχέση με πατέρα, ζήλεια, διαμεσολαβημένη ερωτική εμπειρία).

  Ο Μπαντιού τονίζει τι είναι αυτό που τον ενδιαφέρει στη περί έρωτος αντίληψη του Μπέκετ: είναι η διάρκεια, η επιμονή του έρωτα πέρα από τη ρομαντική τυχαία ερωτική συνάντηση. Στις «Ευτυχισμένες μέρες» επιλέγει ένα γηραιό ζευγάρι  που παρά την ένδειά του επιμένει στον έρωτα. «Τι ευτυχισμένες μέρες που ήταν» και όντως ήταν αφού υπήρχε ο έρωτας. Αυτό που βλέπει ο Μπαντιού στον Μπέκετ  -και που εγώ με τη σειρά μου εντοπίζω  και στα «Γράμματα στη Νόρα»- είναι αυτό που ονομάζει «Σκηνή των Δύο».  Είναι η εμπειρία του κόσμου με βάση τη διαφορά των δύο, η παγίωση της τυχαίας συνάντησης στο χρόνο. 

 Εδώ μπορεί να γίνει κατανοητή η «χρησιμότητα» του ρομαντικού έρωτα στην αντίληψη που έχει ο Μπαντιού για τον σύγχρονο έρωτα. Ο έρωτας του Μπαντιού δεν αρνείται τον ρομαντικό έρωτα αλλά τον εμπεριέχει και τον επανα-επινοεί  στη διάρκεια του χρόνου. Δέχεται τη τραγική τυχαία ρομαντική συνάντηση, αλλά δε μένει στη σκηνοθεσία της συνάντησης, τον ενδιαφέρει η διάρκεια.

Με έναν τρόπο επιβεβαιώνει τον Πεσσόα, καθώς και τον Μπροχ, μιας και ο έρωτας από τη μια συνιστά τη μορφή σκέψης που αποζητά ο Πεσσόα και από την άλλη φαίνεται πως χρειάζεται τη μεγαλοφυΐα που επιζητά ο Μπροχ. Επειδή ο έρωτας «δεν είναι μια δυνατότητα αλλά η διάβαση του αδυνάτου». Ακολουθεί τους νόμους των χαοτικών φαινομένων του μεταμοντέρνου.  Όπως σχολιάζει ευφυώς ο Δημήτρης Βεργέτης: «ο έρωτας είναι μια ρωγμή πάνω στο ναρκισσιστικό κέλυφος του Εγώ και πάνω στον αυτισμό της απόλαυσης».  Είναι αυτό που έρχεται να καλύψει το φανταστικό κενό της επαναλαμβανόμενης σεξουαλικής πράξης. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον αποδομημένο από τη σεξουαλικότητα έρωτα. Αυτό που μας καλεί ο Μπαντιού -μέσω του Ρεμπώ- να κάνουμε είναι να επανεφεύρουμε τον έρωτα. Γιατί μην ξεχνάμε, πως ο έρωτας είναι γιος της Πενίας και του Πόρου και «πρέπει να τον επινοήσουμε απ’ την αρχή, γνωστό αυτό». 

 Σε αυτή την επινόηση από την αρχή χρειαζόμαστε όλη τη ποιητική του έρωτα για να γεφυρώσουμε το κενό των υποκειμενικών απολαύσεων και να γνωρίσουμε τον έρωτα του Μπαντιού. Έτσι στη διάρκεια του χρόνου ανακαλύπτουμε εκ νέου βιβλία όπως «Ο πρώτος έρωτας» του Τουργκένιεφ. Μας δίνουν την ιστορική συνέχεια της ψηλάφησης του έρωτα και τεχνάσματα προς μελλοντική χρήση.