Τι ακριβώς συμβαίνει στο «κράτος των Εξαρχείων»;

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 27.10.21 ]

Τα διαβόητα Εξάρχεια, με την αισθητική, την περιρέουσα κουλτούρα και τον γενικότερο πολιτικό χαρακτήρα που τούτη η γειτονιά εκπέμπει, βρέθηκαν, δεκαετίες τώρα, στο στόχαστρο του βαθέως κράτους. Δίπλα στο πανεπιστήμιο, με το Πολυτεχνείο στα σπλάχνα της, εκτεθειμένη έτσι εξαρχής στον μοντερνισμό των κάθε φορά νέων ιδεολογικών ρευμάτων, το «χωριό» του Λαπαθιώτη, του Παλαμά, της Μπουκουβάλα–Αναγνώστου, της Βέμπο αλλά και της Γώγου, του Άσιμου και του Σιδηρόπουλου, έγινε, από το 1974 και μετά, μια γειτονιά εναλλακτική. Οι δε κάτοικοι που τα διάλεξαν για πατρίδα γνώριζαν ότι απέχει παρασάγγας από τις λοιπές αστικές συνοικίες – υπνωτήρια.

Στα Εξάρχεια συνωστίστηκαν όλες οι κατά Μαρξ επικίνδυνες τάξεις, από τη φοιτητική φτωχολογιά και τον κόσμο της τέχνης και του πνεύματος, μέχρι τους λούμπεν προλετάριους ή τους παραβατικούς, τα βαποράκια και τους εμπόρους ηρωίνης.

Μπήκε, λοιπόν, στο στόχαστρο του κράτους, όχι του επίσημου, ούτε του ορατού, αλλά εκείνου του άλλου που συνεχίζεται αενάως και που μια τετραετία επιτηρούμενης αριστερής διακυβέρνησης δεν μπόρεσε, φυσικά, να διακόψει. Από τη δεκαετία του ‘80 ήδη και τις περιβόητες επιχειρήσεις κάθαρσης -επιχείρηση Αρετή κ.λπ.- ο οφθαλμός των μηχανισμών του βαθέως κράτους ήταν εκεί, δουλεύοντας ανάλογα και παράλληλα με τις εξελίξεις. Η περίπτωση Κρυστάλλη, ο οποίος διέτριβε στα Εξάρχεια, και αποδείχτηκε πράκτορας της ΚΥΠ (1983), είναι ενδεικτική.

Φτάνουμε, έτσι, σιγά σιγά, μπροστά στο παράδοξο, από τη μια τα Εξάρχεια να βρίσκονται στους τουριστικούς οδηγούς, ως η εναλλακτική και πρωτοπόρα γειτονιά της Αθήνας, και από την άλλη, από την εγχώρια συντήρηση, να δυσφημίζεται διαρκώς και να χαρακτηρίζεται “άβατο”, “άντρο μπαχαλάκηδων” κ.λπ. Η Νέα Δημοκρατία, και μαζί της όλο το μιντιακό κατεστημένο, πλειοδότησε σ’ αυτή τη λογική. Το δόγμα “νόμος και τάξη” εκεί επικεντρώθηκε: από το οργανωμένο έγκλημα, τις όντως συμμορίες που εμπορεύονται και διακινούν ναρκωτικά, μέχρι τους “ψιλικατζήδες” των μικροκλοπών, όλα, ήταν ωσάν να μην υπήρχαν. Μπήκαν στην άκρη. Η πάταξη της παραβατικότητας στην προεκλογική ατζέντα της Ν.Δ. άρχιζε και τελείωνε στα Εξάρχεια, και όχι για τους ναρκέμπορους, ούτε για τις διαρρήξεις ή τις κλοπές στην περιοχή. Η γειτονιά μαθεύτηκε στα πέρατα της Ελλάδας ως το άβατο της αναρχίας. Οι κάτοικοι, με το που ξεστόμιζαν τη διεύθυνσή τους, έρχονταν αντιμέτωποι με τον τρόμο στα μάτια του συνομιλητή, ο οποίος, όμως, κύριος είδεν εάν ποτέ πάτησε το πόδι του στο κέντρο της Αθήνας.

Οι καθεστωτικές στρεβλώσεις, μέσα από την τηλοψία, απέκτησαν ιδεολογική ηγεμονία. Ο περιβόητος “καιόμενος κάδος”, συχνά πλάνο αρχείου, έλαβε ιδεολογική χρήση: υπήρξε το συνοδευτικό πλάνο σε κάθε πορεία διαμαρτυρίας, μαζί με τα επεισόδια των “μπαχαλάκηδων”, τάχατε προερχόμενων από το λεγόμενο κράτος των Εξαρχείων. Οι δε κάτοικοι γίνονταν μάρτυρες, δυο τρεις φορές την εβδομάδα, ενός παράλογου πολέμου μεταξύ αστυνομικών και κουκουλοφόρων απροσδιορίστου προέλευσης, με όλα τα συμπαρομαρτούντα χημικά.

Η δε Ν.Δ. ολόλυζε. Οι υποκριτικοί θρήνοι για την απολεσθείσα τάξη έδιναν κι έπαιρναν, διαμορφώνοντας, συνεπικουρία των ΜΜΕ, μια ιδιαίτερη κατάσταση φόβου, για τα ευεπίφορα κυρίως στρώματα των απολιτίκ. Μέχρι που η Ν.Δ. πήρε τις εκλογές.

Την επαύριο, το “άβατο” μπήκε στο χρονοντούλαπο της μικροϊστορίας. Η κατάσταση πολέμου ήρθη εν μία νυκτί. Οι κάτοικοι έκαναν μαύρα μάτια να ματαδούν τους “μπαχαλάκηδες”, οι οποίοι, αίφνης, εξηφανίσθησαν. Τι απέγιναν; Τρομοκρατήθηκαν από την αποφασιστικότητα του νέου καθεστώτος να πατάξει τα εγκλήματά τους; Θορυβήθηκαν από τη δεινότητα του πρώην αρμόδιου υπουργού Χρυσοχοϊδη και λούφαξαν; Βαρέθηκαν; Τι;

Η ουσία είναι πως, μαγικώ τω τρόπω, η τάξις απεκαταστάθη. Τόσο σύντομα, που τρίβεις τα μάτια σου. Όχι πως έφυγαν οι πρεζέμποροι, ετούτοι όμως δεν θεωρήθηκαν ποτέ από το σύστημα ως το μεγάλο πρόβλημα. Οι “γνωστοί άγνωστοι”, όμως, έγιναν καπνός. Και η τηλοψία έπαψε να μεταδίδει τον καιόμενο κάδο. Και τα χημικά εξαντλήθηκαν. Και μένει να εκκρεμεί το ερώτημα πώς τα κατάφερε η δεξιά. Και πού, ακριβώς, κάτω από ποια σκέπη, διαμένουν τώρα οι νεαροί ταραξίες.

Τώρα, λοιπόν, που ένα βίντεο, με μαινόμενο άνδρα των ΜΑΤ να σπάει, παντελώς αναίτια, βιτρίνα καταστήματος στα Εξάρχεια, τα άνωθεν ερωτήματα γίνονται, ξανά, επίκαιρα. Όπως επίσης και ο ρόλος των μηχανισμών καταστολής, με τις ρίζες στα πιο βαθιά σκοτάδια του αυταρχισμού, που έρχονται, ή δεν έρχονται, στην επιφάνεια αναλόγως των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Και στους οποίους μηχανισμούς οι κυβερνήσεις δεν έχουν πάντα πρόσβαση, όταν μάλιστα η ιδεολογική διαφορά είναι τέτοια που δεν το επιτρέπει.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αξίζει τον κόπο να δει κανείς/μια έναν επονομαζόμενο μπάχαλο να σπάει βιτρίνα και ευθύς αμέσως τον άνδρα των ΜΑΤ να πράττει το ίδιο. Βρείτε, εάν υπάρχουν, τις διαφορές. Ιδού μια ωραία και ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά.