Τα ατίθασα παιδιά... πάντα τα κυνηγούν και τα σκοτώνουν

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 14.07.20 ]

Με αφορμή ένα βιβλίο

Στην Ισμήνη Καρυωτάκη

 Ήθελα σήμερα να γράψω για ένα βιβλίο που μου έδωσε μια ξεχασμένη γεύση αναγνωστικής απόλαυσης. Για δυο παιδιά τον Λουκά Σούρπη και τον Μανώλο Καρθαγένη, που μεγάλωσαν μαζί στη Νεάπολη Εξαρχείων τη δεκαετία του ’80. Ήθελα να γράψω για τη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων που ως μαθητές πρωταγωνίστησαν στο κίνημα των καταλήψεων του ’90-’91, με το ακραία αντιδραστικό νομοσχέδιο του Κοντογιαννόπουλου και τη δολοφονία του Τεμπονέρα στην Πάτρα από τον πρόεδρο της τοπικής ΟΝΝΕΔ Ιωάννη Καλαμπόκα. Να πω για τον Λουκά Σούρπη, τι τύπο πήγες κι έφτιαξες ρε Ισμήνη, πού τον ανακάλυψες αυτόν τον ωραίο που κάθε συμβιβασμό τον έκανε κουρέλι; Να πω για τη Νεάπολη Εξαρχείων που τόσο αγαπάμε κι εσύ ρε Ισμήνη την έκανες ακόμα πιο μαγική. Να πω και για τον Μανώλο που συντόνισε τα βήματά του με τον Λουκ. Και για κείνο το μπαράκι, την «Στέκα» να πω, με το ξύλινο μπιλιάρδο στη μέση να πω. Όσο για τις γυναίκες σου, ρε Ισμήνη… θεές. Κι η Ξένη κι η Μυρσίνη κι η Νιόβη, πλάσματα αέρινα, φευγάτα. Και για την κατάληψη στο Ενιαίο Πολυκλαδικό των Αμπελοκήπων να πω. Για το κυνηγητό στους δρόμους, την αδρεναλίνη, τα κρυφά φιλιά, τις υποσχέσεις και τις απιστίες. Όλα αυτά που κάνουν τη ζωή το πιο γλυκόπιοτο κρασί. Κι άλλα ήθελα να πω και να γράψω. Πολλά. Κι εκεί που προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου και το κειμενάκι μου να τελειώσω για τους Ληστές της «Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ» της φίλης μου της Ισμήνης, έρχεται και με βρίσκει στο δόξα πατρί η είδηση για τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου από τον Βόλο, σχεδόν συνομήλικου με τον γιο μου. Θα μπορούσε να είναι ο γιος μου, Ισμήνη.

Ισμήνη, πες στον Λουκά, εκεί που βρίσκεται, ένα σκέιτ να δώσει στον Βασίλη, όχι τον αδελφό του ντε, στον Μάγγο να τη δώσει. Και πες του, όλα τα παιδιά μια μέρα την κοπανάνε. Τα ατίθασα παιδιά, Λουκά, πάντα τα κυνηγούν και τα σκοτώνουν –με κάθε τρόπο. Ρώτα τον Πέτρουλα, ρώτα και τον Αλέξη, ξέρουν αυτοί. Κι εσύ, ρε Λουκά, με το σκέιτ σου την κοπάνησες νωρίς.

Απόψε, Ισμήνη, δεν θα μπορέσω να γράψω περισσότερα για το βιβλίο σου. Απόψε λέω να πάω μια βόλτα μέχρι τα Εξάρχεια. Σκέφτομαι, αυτή η πολύχρωμη νύχτα όλους μας περιέχει. Κι εσένα και τον Λουκά και τον Μανώλο και τον Βασίλη. Έτσι δεν είναι, Ισμήνη; Γιατί «όταν δυο φίλοι αποχαιρετιούνται, αυτός που μένει ξέρει πολύ καλά ότι τον άλλον θα τον περιέχει για πάντα».