Ο επικίνδυνος συστημικός «φεμινισμός» και το φεμινιστικό κίνημα

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 14.01.22 ]

Ξεκινώντας από την κοινότοπη παραδοχή ότι καπιταλισμός και πατριαρχία δεν είναι παρά μονάς εν τη δυάδι, ένα και το αυτό, δηλαδή, σύστημα που βασίζεται στις σχέσεις εκμετάλλευσης, θα έπρεπε, λογικά, να καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως, αναγκαστικά, το φεμινιστικό κίνημα δεν μπορεί παρά να είναι αντισυστημικό. Ανατρεπτικό και αντιεξουσιαστικό. Οπότε, και εξ ορισμού, κίνημα αντικαπιταλιστικό. Μια βαθιά πολιτική δηλαδή και ταυτόχρονα υπαρξιακή διεργασία για την αυτοπραγμάτωση των γυναικών, πέρα από τους επικαθορισμούς και τα στερεότυπα που επιβάλλει η πατριαρχία.

Διότι ο φεμινισμός δεν προήλθε ως αντι-δράση σε μια δευτερεύουσα αντίθεση, η οποία προέκυψε από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, όπως λ.χ. χειρώνακτες – διανοούμενοι, αυτόχθονες – μετανάστες κ.ο.κ. Τουναντίον: όλη η συστημική εκμεταλλευτική βαρβαρότητα συμπυκνώνεται στη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία τα θηλυκά υπολείπονται σε ανθρωπινότητα. Φτιαγμένα σε δεύτερο χρόνο, από το πλευρό του ανδρός, με την αξία τους να είναι εκτός από χρηστική – αναπαραγωγική ή χρηστική - φτηνά εργατικά χέρια, υφίστανται αλληλεπικαλυπτόμενες καταπιέσεις. Οι οποίες, φυσικά, αν και δεν είναι πάντες ταξικές, εκπορεύονται από το υπάρχον σύστημα που αναπαράγει προς όφελός του τα πατριαρχικά σεξιστικά κοινωνικά μοντέλα.

Επειδή, όμως, οι καπιταλιστές/στριες μπορούν να μας πωλήσουν ακόμη και το σχοινί με το οποίο κατόπιν θα μας κρεμάσουν, η εμπορευματική κουλτούρα του συστήματος, μόλις οι πολλών δεκαετιών αγώνες των φεμινιστριών, των λοιδορούμενων δηλαδή γυναικών που-καίνε-τα-σουτιέν-τους, άρχισαν να αποδίδουν, τους οικειοποιήθηκε. Το metoo, εγχώριο και εξωχώριο, καταφανώς αποτέλεσμα αυτών των αγώνων, έγινε, δίχως αμφιβολία, ένα ακόμα ευπώλητο προϊόν στη διαφημιστική φαρέτρα της βιομηχανίας του θεάματος. Κοινώς, ένα ακόμη πεδίον δόξης λαμπρόν, ένα θέμα που πουλάει, για τους υπεύθυνους μάρκετινγκ που το ενσωματώνουν στην περιβόητη “κοινωνική ευθύνη” των εταιρειών.

Σήμερα, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην παραδοξότητα να καταγγέλλουν την κακοποιητική κουλτούρα οι ίδιοι οι παραγωγοί της. Δηλαδή: οι τηλεπερσόν@, μπροστά και πίσω από τις οθόνες, που κατήγγειλαν τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, στηρίζοντας μαζικά το ελληνικό metoo, είναι οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες γυναίκες και άντρες, που επί δεκαετίες αναπαρήγαγαν την κουλτούρα της “ξανθιάς και σέξι” ή της “συζύγου-μανούλας” και του μπροστάρη μάτσο άντρα. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που συντηρούσαν, μετά χαράς και επί χρήμασι, και αναπαρήγαγαν τις στερεοτυπικές εικόνες του σεξισμού. Ο Γ. Λιάγκας, για παράδειγμα, ξανά στο πλευρό της Φ. Σκορδά, είναι ο ίδιος άνθρωπος που περίπαιζε ιστορία σεξουαλικής παρενόχλησης, υποτίθεται πως, τιμωρήθηκε, κατόπιν των διαμαρτυριών, γι’ αυτό, και μετά, βεβαίως, επιβραβεύτηκε με μια “καλή μεταγραφή”. Όπως, στην ίδια παρέα, η τότε πρόεδρος του Δ.Σ. της Τεχνόπολης, Κ. Γκαγκάκη, η οποία παραιτήθηκε, για να επανατοποθετηθεί αντιδήμαρχος Εξωστρέφειας και Κοινωνίας των Πολιτών του Δήμου Αθηναίων. Όπως και η “ανίδεη”, κατά δήλωσή της, παρέα του Στάθη Παναγιωτόπουλου με το εκδικητικό πορνό, η οποία τώρα επανέρχεται στους δέκτες, όπως και όλ@ εκείν@ που αναπαράγουν, από τα ίδια ακριβώς ΜΜΕ, κακοποιητικές εκπομπές τύπου Μπάτσελορ. Όπως, εν τέλει, και ο αδιανόητος Κ. Τζούμας, τόσο χρήσιμος στο σύστημα με τον ελιτισμό και τη δήθεν αύρα του από τας Ευρώπας.

Κι επειδή ο καπιταλισμός φροντίζει να τοποθετείται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά, η ιδεολογική ηγεμονία του συνίσταται στην αφομοίωση των κραδασμών που προκαλεί το φεμινιστικό σύστημα, με την αντιπρόταση ενός συστημικού “φεμινισμού" από γυναίκες, ή και άνδρες, που ακόμα κι αν δεν ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη, πάντοτε μα πάντοτε, ασπάζονται την ιδεολογία της. Έχουμε έτσι στην κρατική ΕΡΤ την εκπομπή “Επικίνδυνες” μία, σημειωτέον, εξωτερική παραγωγή -μείζον ζήτημα, άλλου τύπου. Η εκπομπή των Μαριάννας Σκυλακάκη, Μαρίας Γιαννιού, Στέλλας Κάσδαγλη ασχολείται με “ζητήματα που σχετίζονται με τα έμφυλα στερεότυπα, τον σεξισμό, την έμφυλη βία”. Πέραν της συμμετοχής σ’ αυτήν την εκπομπή της κόρης του, κατά τα λοιπά οπαδού του “λιγότερου κράτους”, αν. υπ. Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκη, και τα ζητήματα δεοντολογίας που εγείρει, λίγο εάν την παρακολουθήσει κανείς, αντιλαμβάνεται τη συστημική αντεπίθεση: ο φεμινισμός εκλαμβάνεται ως μια απολιτίκ υπόθεση, μια μορφή αστικού δικαιωματισμού στα πλαίσια της αναμόρφωσης μιας κρατικής πολιτικής που μπορεί, ας πούμε, να πάψει, μάλλον μεταφυσικά, εκμεταλλεύεται τις γυναίκες ή τ@ ΛΟΑΤΚΙ αλλά όχι τους εργάτες γενικώς. Η απουσία της παραδοχής της ταξικής συγκρότησης της κοινωνίας και της διασύνδεσης πατριαρχίας – καπιταλισμού, μαζί με την υποδόρια αμφισβήτηση των δημοσίου χαρακτήρα δομών, κάνει την εκπομπή ένα βαθιά επικίνδυνο συνοθύλευμα, με αστική “σοβαρότητα” και ακαδημαϊκό επίφασμα, που παγιδεύει εντός του και υγιείς δυνάμεις -βλέπε συμμετοχή γυναικών του κινήματος, που όμως εντάσσονται στο κλίμα της εκπομπής όλως διόλου ακίνδυνα.

Μπορεί, λοιπόν, καμιά/νεις να δηλώνει φεμινιστ@ και να είναι ταυτοχρόνως να συνδιαμορφώνει τα πλέον αντιδραστικά στερεότυπα (πρωινάδικα κ.ο.κ.); Μπορεί να είναι υπέρμαχ@ μιας αντιεργατικής και απεργοκτόνας πολιτικής, όπως λ.χ. αυτής του νόμου Χατζηδάκη ή του διαβόητου για τη συνεπιμέλεια; Μπορεί, επίσης, να υπερασπίζεται τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τις αλήστου μνήμης δηλώσεις όπως “οι βασικές δουλειές στο σπίτι γίνονται από τη νοικοκυρά» ή τη φυσικοποίηση των ανισοτήτων; Διότι όταν το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, σε συγκεκριμένα πολιτικά και πολιτισμικά όρια, να αναπαράγεις τούτες ακριβώς τις αντιδραστικές συνθήκες -καπιταλισμός – νεοφιλελευθερισμός- και να αυτοορίζεσαι ταυτοχρόνως “φεμινιστ@” είναι αντινομία.

Η πρόκληση να απαντήσει συντεταγμένα το φεμινιστικό κίνημα είναι ανοιχτή. Διότι, με όλες τις αμηχανίες και τις αντιφάσεις του, οφείλει και συμπεριληπτικό να είναι και να εκμεταλλεύεται τις συστημικές ρωγμές. Οφείλει όμως και να αναγνωρίζει τους κινδύνους, καταδεικνύοντας τις πανουργίες όλων εκείνων, όλων των φύλων, που υποβοηθούν την έκπτωση, την ενσωμάτωση και εν τέλει υπαγωγή στην κυρίαρχη ιδεολογία των αγώνων των φεμινιστριών, αγώνων όλως διόλου ανατρεπτικών και αντισυστημικών.