Ο αμετανόητος νεογέρος Νίκος Ανδρουλάκης

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 24.05.22 ]

Στην “Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον” ο πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας γεννιέται με την εμφάνιση γέρου, με όλες τις παθογένειες που κουβαλά ένα γερασμένο σώμα. Αλλά καθώς ο χρόνος περνά, νεάζει. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Ώσπου, όταν, σε βαθύ γήρας, πεθαίνει, στην αγκαλιά της αγαπημένης του, είναι πλέον βρέφος.

Αν η ιστορία, ως μια υπερφυσική αναπαράσταση, συμβόλιζε τον άνθρωπο που ναι μεν γεννιέται με τα δεσμά της φθαρτότητας και του συντηρητισμού, αλλά στην πορεία ελευθερώνεται ολοένα και περισσότερο, θα μπορούσε να περιλαμβάνει πολλές/ους. Αθέατους της καθημερινότητας ή και όχι, ανθρώπους πάντως που, με το υπόδειγμά τους, δείχνουν το δρόμο της όντως νεότητας, εκείνης που δεν έχει την παραμικρή σχέση με χρονικότητες και αριθμούς.

Η περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη, του προέδρου του ΚΙΝΑΛ, προσφάτως δε ξανά πάλι και ΠΑΣΟΚ, δεν θα μπορούσε να ενταχτεί σε μια τέτοια ανθρωπολογική κατηγορία. Και διότι μάλλον εγενήθη βρέφος κανονικό και, κυρίως, διότι η πορεία του προς το αναπόφευκτο γήρας κατέστη ταχύτατη: τόσο, που πια το νεανικό πρόσωπό του να λαμβάνει από τώρα γηραλέες εκφάνσεις. Και να το μπερδεύεις με εκείνο των ιδεολογικών πατεράδων του, πότε, δηλαδή, με του Σημίτη, πότε με του Βενιζέλου ή της Διαμαντοπούλου. Και πότε με του Απόστολου Κακλαμάνη. Του Νέστωρος του “Κινήματος” ο οποίος πια, περίπου δικαιωματικά, ασχημονεί μεν, καταχειροκροτείται δε.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης, λοιπόν, που, σημειωτέον, κρατά ακόμη την έδρα του στην Ευρωβουλή, ετών 43, που πήρε με το πλεονέκτημα της νιότης του, ως αντι-Τσίπρας, την προεδρία του κόμματός του, ουδέν νεώτερον κομίζει στην πολιτική σκηνή. Διότι, μνημονεύοντας τον Ελεφάντη, η γλώσσα του δε είναι παρά ο ύμνος της ασάφειας, δεν είναι παρά μια στιλπνή, αποϊδεολογοποιημένη επιφάνεια πάνω από τη ρηχότητα των νοημάτων.

Τι μας λέει ο Ανδρουλάκης που δεν έχει ειπωθεί; Τι μας λέει, πέρα από την -κι αυτή ψευδή– επίκληση ενός άχρηστου “μέτρου”, δηλωτικού των αποστάσεων από τα δήθεν άκρα του πολιτικού φάσματος; Τι μας λέει, ριζοσπαστικό ή ρηξικέλευθο; Τίποτα, προφανώς. Πέρα και μακριά από τις σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις, κι αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, σε διαρκή δεξιά διολίσθηση, ονομάζει “λαϊκισμό” κάθε συγκρουσιακή πολιτική. Και καθαρίζει, θεωρώντας ότι κερδίζει τους “λογικούς”. Αλλά σε τέτοια πολεμικά ιστορικά περιβάλλοντα, όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονται, να εγκαταλείπεις, με μεσοβέζικες κι ελλειμματικές προτάσεις, ως τάχα μου λαϊκίστικες, τις αναδιανεμητικές πολιτικές (αυξήσεις μισθών, επιδόματα, έμφαση στο κράτος πρόνοιας ή το δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών κ.ο.κ.) μπορεί να διαβαστεί και ως συμβιβασμός με τα συμφέροντα. Συμφέροντα στα οποία χρωστάς, βλέπε ανεξόφλητα δάνεια του ΠΑΣΟΚ, συμφέροντα τα οποία σε διαφημίζουν νυχθημερόν από τα Μέσα τους, μηχανισμούς προπαγάνδας και ελέγχου της κοινής γνώμης. Συμφέροντα με τα οποία συμμαχείς, διότι εκεί, στη δεξιά και στη διάσωσή της, γέρνει η πλάστιγγα της νέας ιδεολογίας σου.

Ο Ανδρουλάκης, νέος μοναχά το δέμας, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα καινούργιο: είναι ο Απόστολος Κακλαμάνης, στα νιάτα του. Είναι ο Σημίτης. Είναι ο Βενιζέλος. Που αποζητούν ιστορική δικαίωση μέσω αυτού, για το αίμα του λαού. Διότι ο εμπράγματος, φονικός καπιταλισμός του καιρού μας, από αυτούς εγκαθιδρύθηκε. Συνένοχοι και συμμέτοχοι στα πάντα: διαφθορά, διασπάθιση δημόσιου χρήματος, αλισβερίσια γενικώς, μνημόνια, κυβερνητικές συνεργασίες με τον κάποτε κατεξοχήν αντίπαλο, τη Ν.Δ., ιδεολογικές διολισθήσεις, απ’ όλα έχει ο μπαξές. Τι απ’ όλα τούτα αποκήρυξε ο νεαρός Ανδρουλάκης; Τίποτε, φυσικά. Συνεχίζει ακάθεκτος στη γραμμή των υπολοίπων.

Ανίκανος; Διόλου. Απλώς αποφασισμένος. Να δικαιώσει τις καταστροφικές πολιτικές του παρελθόντος και, προφανώς, να τις επαναφέρει στο μέλλον. Δίχως να κατανοεί πως τούτες μπήκαν ήδη, όπως θα ’λεγε ο Α. Παπανδρέου, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ή τις πήρε το βυτιοφόρο της, θα ’λεγε ο Απόστολος Κακλαμάνης.