Η γραφή είναι να ουρλιάζεις βουβά
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 23.01.16 ]«Έριν, Έριν, ξεχασιάρα, πορνεύτηκες ξεδιάντροπη μπρος στα μάτια μου και με κατάντησες εμένα και τα λόγια μου μπαίγνιο μες στα παζάρια μ’ έκανες εμένα, τον κύριό σου, δούλο των δούλων και ρεντίκολο στο γιουσουρούμ... ξεφτίλα των σκυλιών... Ω, γύρνα, γύρνα πίσω Έριν, Μίλυ, μη, μη με λησμόνει μη, γυναίκα της Μίλητος. Μπρος στα μάτια μου γιατί, π’ ανάθεμα, πήγες μ’ εκείνον τον έμπορα της Αλόης; και μες στην άγρια νύχτα μ’ απαρνήθηκες μπρος σε Ινδούς και Ρωμαίους... Γιατί με πότισες φαρμακωμένο γάλα; ». Αυτό το κείμενο από τον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του Ρ. Μπαρτ ότι η λέξη αποτελείται από μια λεπτή χημική ουσία που προκαλεί τις πιο βίαιες αλλοιώσεις. Τις ίδιες «χημικές αντιδράσεις» προκαλεί και το κείμενο του Φουέντες: «…σταμάτησε το χρόνο, δώσε μου ένα μέλλον δώσε μου ένα δάκρυ, Τσιμπομπό, πιάσε το χάμογελό μου, κυνήγησε το πνεύμα μου... Σπάσε το ρυθμό και πίστεψέ με, ένωσε τα πνευμόνια μου, γέμισε τα φράγματα με χώμα και λουλούδια, μη με πουλάς για το φεγγάρι…».
Αλλά τι είναι η λογοτεχνία;
«Ο μόνος τρόπος για να υποφέρεις την ύπαρξη είναι να τη χάνεις μες στη λογοτεχνία όπως μέσα σ’ ένα συνεχές όργιο». Αυτή τη ρήση του Φλωμπέρ χρησιμοποιεί ο Μάριο Βάργκας Γιόσα για να αποδώσει την υπαρξιακή σχέση του με τη λογοτεχνία.
Για τον Κάφκα «Γράφω σημαίνει ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό... Γι’ αυτό δεν μπορείς ποτέ να είσαι αρκετά μονάχος όταν γράφεις...».
Η ηρωίδα του Παύλου Μάτεση, η Μυρτάλη, δραπετεύει σε μια άλλη πραγματικότητα, αυτή του φαντασιακού και της «ανύπαρκτης ύπαρξης» που είναι το ίδιο και περισσότερο υπαρκτή από τις «υπαρκτές υπάρξεις». Μόνο εκεί απαλλάσσεται κανείς από τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου, μόνο εκεί μπορεί να περιδιαβαίνει στον «άπειρο χρόνο». «Η φαντασία είναι το υποκείμενο τονούμενο» λέει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Η λογοτεχνία είναι μία καταφυγή στο φαντασιακό, λοιπόν, και η μέσω αυτού ανασύσταση του κόσμου και του Εγώ. Αυτός ο κόσμος προβάλλεται προς τα έξω, «εκδίδεται» και ισορροπεί τη φαντασιακή εμπειρία του συγγραφέα όταν γίνεται αποδεκτός, ή τον «τρελαίνει» όταν απορρίπτεται από την εκάστοτε «πραγματικότητα». Στην πρώτη περίπτωση, η επινόηση μιας αποδεκτής ταυτότητας –δηλαδή η «επιτυχία»- παύει την ανάγκη συνέχισης της γραφής: «Νόμιζα ότι ήθελα να γίνω ποιητής αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα» λέει κάποιος. Για τον Τζων Κιτς ένας ποιητής σταματάει να γράφει, όταν αποκτήσει Εγώ, διότι ο ποιητής είναι ένα χαμαιλέοντας, «είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτα: δεν έχει χαρακτήρα, απολαμβάνει το φως και τη σκιά...». Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, όταν ο ιδεατός κόσμος του συγγραφέα δεν βρίσκει στοιχεία ανταπόκρισης, τότε η πραγματικότητα και το φαντασιακό συγχέονται, δημιουργώντας μια άλλη φυγή, αυτή του παραληρηματικού λόγου, που είναι ο λόγος όσων δεν αναγνωρίζονται από τους άλλους.
Η γραφή, εν τούτοις, παρέχει έναν τόπο για τη μεταβίβαση του συναισθήματος, μια δυνατότητα για τη μεταβολή της καταθλιπτικής εμπειρίας σε νέα σημεία και σε νέες ελπίδες. Αυτή η ιαματική ψυχοκάθαρση, όμως, έχει ως τίμημα την επένδυση στον κόσμο του τεχνήματος και του συμβόλου. Ο συγγραφέας ανακαλύπτει εκεί τον ατομικό ουτόπο του, τον παράδεισό του και πλέον «ζει για να γράφει». Όλα γύρω του, κάθε τι που υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, γίνονται τα αντικείμενα-πηγές της έμπνευσης και του έργου του, δηλαδή του προσωπικού, συμβολικού του κόσμου. Η γραφή στην περίπτωση αυτή, ως μετουσίωση του συναισθήματος σε έργο και του θυμικού σε αισθητική εμπειρία, δεν αρκεί για να δώσει την αποφασιστική λύση. Τα σημεία των νέων ελπίδων και πάλι είναι αχάριστα. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται από την προϊούσα πνευματικοποίηση (τη διανοητικοποίηση σύμφωνα με τον Σέλλερ). Κάποτε η φαντασία ήταν άρρικτα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα, όπως και το πνεύμα με το σώμα. Η διχοστασία τους και η συμβολικοποίηση της πρόσληψης του υπαρκτού κόσμου και των ανθρώπων, ως αντικειμένων νέων μυθιστορημάτων-κόσμων, οδηγεί στην εκτράχυνση των αισθήσεων, στην αναισθητοποίησή τους με συνέπεια η χαρά να γίνει εγκεφαλική, τα ίδια τα όργανα των αισθήσεων να γίνονται άτονα κι αδύναμα, ενώ το συμβολικό καταλαμβάνει όλο και περισσότερο τη θέση του υπαρκτού. Αυτή η οδός οδηγεί στη μεγαλομανία και ίσως τη μανιοκατάθλιψη. Διότι χάνονται τόσο οι πηγές του πραγματικού κόσμου όσο και τα μέσα-τρόποι απόλαυσης του φανταστικού κόσμου της λογοτεχνίας. Η ελπίδα γίνεται απελπισία, η ευφωνία αφωνία, το νόημα αποκτά τη ματαιότητά του και όλα γίνονται μονότονα. Γι’ αυτό, ακριβώς, ο Αρθούρος Ρεμπό σταμάτησε να γράφει κι έγινε έμπορος όπλων: «Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες. Πίστεψα πως αποχτούσα υπερφυσικές δυνάμεις. Ε! Καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις θύμισές μου. Πάει περίπατο η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του λογοπλόκου». Είναι η στιγμή που ο Φρ. Κάφκα υπαινίσσεται ότι η λογοτεχνική ύλη είναι επί της ουσίας ανέφικτη, ο Αντρέ Ζιντ δημιουργεί έναν μυθιστορηματικό ήρωα που θέλει να συγγράψει αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ (Τέλματα) και ο Βαλερί μέσω του alter ego του, του κυρίου Τεστ, αρνείται τη γραφή και πετάει τη βιβλιοθήκη του από το παράθυρο. Η ίδια η λογοτεχνία γίνεται μάταιη και ο μόνος τρόπος σωτηρίας γίνεται η εκτέλεσή της –εξ ού και η αναγγελία του θανάτου της από αυτούς που την έχουν θανατώσει προ πολλού. Ένας άλλος τρόπος δολοφονίας της λογοτεχνίας είναι η καταφυγή στην εκχυδαϊσμένη και αγοραία έκφανσή της.
Σήμερα, βρισκόμαστε υπό την πλήρη κυριαρχία της «λογοτεχνίας του στομαχιού», της αναλώσιμης λογοτεχνίας, της αμμώδους και της γαργαλιστικά γαλακτώδους λογοτεχνίας τύπου «βίπερ Νόρα». Η τρομοκρατία της «λογοτεχνικής μόδας», όπως στην περίπτωση της «απάτης» του Nouveau Roman αλλά και της αγοράς όπου λογοτεχνία είναι ότι πουλάει εδώ και τώρα, είναι τρομερή. Δεν υπάρχει χώρος για τη διατύπωση διερωτήσεων. Γι’ αυτό, να γράφει κανείς, σήμερα, πέρα από την πεπατημένη σημαίνει «να ουρλιάζει βουβά», όπως έλεγε η Μ. Ντυράς.