Εκκλησία: ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 24.01.23 ]

Ήγγεκεν, πλέον, η ώρα, να μας δηλώσει, ρητώς και κατηγορηματικώς, ο φίλτατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμος, ο κατά κόσμον, Γιάννης Λιάπης, σε ποιον κύριον δουλεύει. Ποιον μισεί, ποιον αγαπά, ποιον, τέλος πάντων, καταφρονεί και σε ποιον προσκολλάται: στο Θεό ή στον Μαμμωνά; Διότι, όπως το λένε κι οι Γραφές, «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Σε απλά ελληνικά, ή στο δρόμο του χρήματος θα κινηθείς ή στης αναδιανομής του. Ή με τους υπηρέτες θα πορευτείς ή με τους αφέντες. Ή με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ή με την απελευθέρωση από αυτήν. Ή με το κεφάλαιο, δηλαδή, ή με τους εργάτες.  Και αναλόγως θα κριθείς. Ή στην Κόλαση θα πας ή στον Παράδεισο. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.

Αλλά η απάντηση, από ό,τι φαίνεται, έχει ήδη δοθεί. Η ιεραρχία «παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών». Σε χέρια που κατακρεουργούν το λαό, σε χέρια  που, μαζί με τα γένια τους, ευλογούν κάθε λογής σκοταδισμό, σε χέρια  που δεν δίνουν του αγγέλου τους νερό, παρ’ εκτός κι αν έχουν να λαβαίνουν. Σε χέρια, δηλαδή, ακροφιλελεύθερα.

Έτσι, το απόγευμα της Δευτέρας, συναντήθηκαν, λέει, Ιερώνυμος και Μητσοτάκης στο Μέγαρο Μαξίμου για να συζητήσουν την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ειδικά δε την «επένδυση στο Σχιστό». Η οποία, «έχει δρομολογηθεί χάρη στην καλή συνεργασία Πολιτείας κι Εκκλησίας».

Κι εδώ βρίσκεται το κομβικό: αυτή η «καλή συνεργασία» είναι μια οικογενειακή υπόθεση της δεξιάς. Μια υπόθεση αιώνων. Διότι από την ώρα που ο χριστιανισμός, η «πρώτη παγκόσμια θρησκεία» (Ένγκελς), έπαψε να είναι η κραυγή των διαμαρτυρομένων, η έκφραση της απόγνωσης των από κάτω, μια επί της ουσίας κοινωνική διαμαρτυρία, πέρασε στην άλλη μεριά του ποταμού. Και στη λάθος πλευρά της ιστορίας: αποτέλεσε τον πλέον φερέγγυο νομιμοποιητικό παράγοντα της καθεστηκυίας τάξης.  Όχι πως στην ιστορία δεν υπήρξαν εξαιρέσεις ή, έστω, ενδιάμεσες καταστάσεις. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις του 16ου αιώνα, με ξεκάθαρα ταξικούς όρους, όπως ο Πόλεμος των Χωρικών, με  πρωτεργάτη της εξέγερσης τον θεολόγο Τόμας Μίντσερ, είναι μια από αυτές. Στρεφόμενος ενάντια στο δάσκαλό του, τον Λούθηρο, ο οποίος τάχτηκε με τους φεουδάρχες, με τη δικαιολογία πως η χριστιανική αγάπη αντιτίθεται στη βία, ο Μίντσερ συσπείρωσε γύρω του τους βασανισμένους. Οι «διαβολικοί αντάρτες» του Λούθηρου, οι «αρπακτικές ορδές των αγροτών», οι χωρικοί, γίνονται τ’ αδέλφια του που αγωνίζονται ενάντια στον μεγάλο πλούτο και την κυρίαρχη καθολική εκκλησία. Προφανώς, ηττήθηκαν. Και, προφανέστατα, ο Μίντσερ εκτελέστηκε παραδειγματικά.

Να γίνει ο Πόλεμος των Χωρικών, Πόλεμος των Εργατών επί των ημερών μας μάλλον δεν προβλέπεται να συμβεί. Αλλά ακόμα κι αν βρεθεί κάνας χριστιανός να ξεσηκώσει τους εργάτες ενάντια στους καταπιεστές τους, τάχιστα θα ‘χει την ίδια τύχη με τον Μίντσερ. Με τις ιδιαίτερες ευλογίες της ιεραρχίας, εννοείται.   

Οι μπίζνες της ελλαδικής εκκλησίας, οι συνάφειές της με το μεγάλο κεφάλαιο και η πολιτική στράτευσή της με τη δεξιά δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες σκέψεις.

Αλλιώς, ας απαντήσουν στο πρωτοχριστιανικό δίλημμα, με το Θεό ή με τον Μαμμωνά; Με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες, όπως μεταφράζεται σε σύγχρονη εκδοχή; Διότι για τον χριστιανό, πρόσωπο του θεού είναι ο αδελφός ο ελάχιστος. Ο δούλος ο ταπεινός, που έχει περιουσία τόση, όση πετεινά του ουρανού. Προς τούτο και κατέστη περιούσιος.