Χωρίς χέρια - Ec(c)o la!

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 18.03.19 ]

«παρηγοριά στον άρρωστο

λίγο πριν βγει η ψυχή του»

 

Η καλή μέρα, λένε, φαίνεται  από το πρωί και δίκιο θα έχουν. Μα εκείνο το πρωί κανείς δεν θα μπορούσε να προοιωνίσει αν η μέρα που ξημέρωσε θα ήταν καλή, μια και εκείνο ειδικά το πρωί ο ήλιος βγήκε ολόλαμπρος από τη δύση. Απερίγραπτο το σοκ (μα για να μπείτε στο κλίμα θα πρέπει να το διαβάσετε παχύ με ένα h μετά το σ, ώστε να ακουστεί ως σιοκ), απερίγραπτο λοιπόν το σοκ των κατόχων ανατολικών διαμερισμάτων που μάταια θα περίμεναν τα συνηθισμένα (κεκτημένα) πρωινά χάδια του ήλιου. Όσο σοκαριστικό όμως κι αν ήταν αυτό το ανήκουστο τερτίπι του ήλιου ήταν το απόλυτο τίποτα μπροστά στα όσα ακατανόητα για το μυαλουδάκι του μέσου συνετού ανθρώπου έγιναν ειδικά εκείνο το πρωί. Αφού εκείνο ειδικά το πρωί εντελώς αιφνίδια και αναπάντεχα (σε πείσμα των προβλέψεων πετυχημένων αστρολόγων και μελλοντολόγων και στατιστικολόγων περί αειφορίας και ευημερίας και προόδου και εξέλιξης σε κάθε του βίου μας πτυχή –φούστα πλισέ ο βίος μας) όλα έγιναν ανάποδα.

Στο κρεβάτι του πρωθυπουργού βρέθηκε να ξυπνά η καθαρίστρια του Δρομοκαϊτείου, η κυρία Κατερίνα, μπορεί γιατί ήξερε να καθαρίζει, μπορεί πάλι γιατί είχε αντιμετωπίσει κάθε είδους παράνοια μέσα και, κυρίως, έξω από τον χώρο εργασίας της (διαδόθηκε μάλιστα πως ό,τι έγγραψε ο Φουκώ στο σχετικό βιβλίο αυτή του το ‘χε ειπωμένο, απλά το αναφέρω πως το άκουσα αφού να το επιβεβαιώσω με στοιχεία δεν μπορώ), αλλά μπορεί και για κάποιον άλλο ύποπτο, σκοτεινό και αδιευκρίνιστο εντελώς λόγο. Πήρε το πρωινό της στο κρεβάτι. Ντύθηκε με το γκρι της ταγεράκι, και ξεκίνησε για το Μαξίμου. Όχι, όχι δεν ήταν ξένος δάκτυλος ή κάποια έξωθεν υποκινούμενη συνωμοσία, πραξικόπημα ή κάτι ανάλογο. Γιατί δεν επρόκειτο για κάτι που συνέβη μοναχά εντός της χώρας. Σκεφτείτε ότι η καμαριέρα Χουανίτα ξύπνησε στον Λευκό Οίκο στη θέση του ακατανόμαστου με το τσουλούφι, όπως ακριβώς η Κούρδη Άζια στο χρυσό παλάτι του «σουλτάνου». Μόνο αυτό θα πω και δεν θα προχωρήσω σε απαρίθμηση όλων των παγκοσμίων ανακατατάξεων-αντικαταστάσεων που συνέβησαν εν μία νυκτί που ξημέρωσε κάπως παράδοξα. Οπότε συνδυάστε τα όσα ακολουθούν και να  θυμάστε πως ισχύουν mutatis mutandis (η λατινικούρα κουσούρι τριτοδεσμήτικο, πες πάνω-κάτω και καθάρισες) για όλο τον ταλαίπωρο πλανήτη μας και στο κάτω-κάτω τι είναι ο κόσμος πια; Μια γειτονιά. Πάνω-κάτω. Πιάνω-πάτο. Συνεχίζω λοιπόν…

Είπαμε η κυρία Κατερίνα στο Μαξίμου, η Χουανίτα στον Λευκό Οίκο, η Άζια στο χρυσό παλάτι κ.ο.κ. Στις σκηνές της Μόριας ξύπνησαν οι μέχρι χτες βουλευτές και υπουργοί και πολιτευτές και πρόεδροι και παρατρεχάμενοι, όλων των χρωμάτων. Όλο το κυβερνητικό σχήμα της Ουγγαρίας βρέθηκε να πλέει σε ένα σαπιοκάραβο κάπου στη Μεσόγειο. Οι ρατσιστές ξύπνησαν μέσα στο πετσί που μέχρι χτες μισούσαν. Οι σεξιστές είδαν με φρίκη τα βυζιά τους φουσκωμένα και στη θέση του φαλλού αιδοίο-μεγαλείο, θαυμάσια σχισμή, αβυσσαλέα, οικεία ωστόσο στους αναγνώστες της Ντόρις Λέσιγκ. Οι νταβατζήδες αποκτήσανε νταβά. Οι έμποροι όπλων ξύπνησαν μέσα σε σωρούς από ελεφάντινες σβουνιές. Ό,τι μέχρι χτες μας φαινόταν πολύτιμο και σημαντικό εκείνο το πρωί μας έφερνε ανακατωσούρα στο στομάχι. Ίσως ήταν πολλά μαζεμένα και ήταν και πρωί ακόμα και δεν είχαμε πιει και καφέ και πώς να τον φτιάξουμε αφού είχαμε όλοι μας ξυπνήσει δίχως χέρια…

Αυτό κι αν ήταν σοκ (σιοκ με τα όλα του, παχύ-παχύ, τετράπαχο και προπαντός αναίμακτο, το σημειώνω για να μη φανταστείτε καμιά σπλατεριά. Προσβάλλει την αισθητική μου). Όλων μας –χωρίς εξαίρεση καμιά-  τα χέρια κομμένα σύριζα στο ύψος των ώμων. Φανταστείτε λοιπόν πόσο δύσκολο ήταν για την κυρία Κατερίνα –τη νεοφώτιστη πρωθυπουργό, αν το ξεχάσατε – να πάρει το πρωινό της στο κρεβάτι, να φορέσει το γκρι ταγεράκι της και να κατευθυνθεί προς το Μαξίμου. Με δική της εντολή –την πρώτη της θητείας της και το σημειώνω γιατί συνηθίζεται να γίνεται η σχετική αναφορά, ακόμα και εάν η πρώτη εντολή αφορά την παραγγελία ενός καφέ- ξεκίνησε εκείνος ο σοφός γέρος για το βουνό (απορία ψάλτου βηξ). Το είχε κάνει στα θρησκευτικά (είχε και κάποια ηλικία βλέπετε η κυρία Κατερίνα και πρόλαβε). Κάθε φορά που σκούραιναν τα πράγματα, στέλνανε κάποιο γέρο στο βουνό αναζητώντας φώτιση και λύση, έκανε κι αυτή το ίδιο. Αυτό θυμόταν, αυτό έκανε κι εκείνη. Το plan B βέβαια υπήρχε. Ασφαλώς και υπήρχε. Είχε το κωδικό όνομα «Χλωρίνη» μα η κυρία Κατερίνα θα κατέφευγε σ’ αυτό μόνο εάν και εφόσον είχε εξαντλήσει όλα τα άλλα μέσα.

Σαν κατέβηκε απ’ το βουνό ο γέρος μας αφηγούνταν με το πρόσωπο ν’ αγωνιά και να συσπάται από ταραχή και απόγνωση που δεν μπορούσε να μας δείξει με χειρονομίες παραστατικές, όπως άλλοτε, πως είχαμε τον ουρανό τσατίσει. Θα μας τύφλωνε έναν-έναν όπως είχε διαβάσει (ή είχε υπαγορεύσει;) στο γνωστό βιβλίο του Σαραμάγκου, αλλά δεν το θεώρησε αρκετά αποτελεσματικό, γι’ αυτό προτίμησε, αντί να μην μπορούμε την τύφλα μας να δούμε, να βλέπουμε καλά και πεντακάθαρα τα πάντα μα να μην έχουμε χεράκια να τα αγγίξουμε, όπως άλλωστε τα περισσότερα κατώτερα θηλαστικά. Βέβαια τα κατώτερα θηλαστικά δεν είχαν τις ανάγκες τις δικές μας να ανάψουν φερ’ ειπείν ένα τσιγάρο, να ψαχουλέψουν ένα κινητό, να ρίξουν μια μούντζα, να χουφτώσουν έναν κώλο (χωρίς συναίνεση κατά προτίμηση), να αρπάξουν την τσάντα μιας γριάς, να τραβήξουν ένα περίστροφο βρε αδερφέ ή κάτι μεγαλύτερο και πιο θανατηφόρο, απλά καθημερινά πράγματα δηλαδή. Ανθρώπινα πολύ ανθρώπινα που θα ‘λεγε και κάποιος άλλος πεθαμένος, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που απασχόλησε ποτέ κανένα από τα κατώτερα θηλαστικά. Είπε ακόμα ο γέρος πως το μέτρο ήταν οριζόντιο (σιγά το νέο) και έπεσε ως χειροτόμος επί δικαίων και αδίκων, οπότε ήμασταν καταδικασμένοι όλοι μαζί, αντάμα σε μοίρα κοινή, ένας για όλους και όλοι για έναν ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Αν μάλιστα φερόμασταν ανθρώπινα (με ποια έννοια δεν διευκρινίστηκε, ούτε τι ήθελε να πει ο ποιητής) ίσως να καταφέρναμε να διατηρήσουμε τα δόντια μας, αν όχι θα έπρεπε να γνωρίσουμε (ελεύθερη βούληση και δικαίωμα επιλογής πάνω απ’ όλα, conditio sine qua non η γνώση επομένως) πως το επόμενο στάδιο, μετά την απώλεια των δοντιών, θα ήταν η απώλεια της κεφαλής και ο θρίαμβος του αποτελεσματικότατου σύγχρονου μοντέλου που εκτρέφει κοτόπουλα χωρίς κεφάλι, αφού το κεφάλι δεν πωλείται ή του αναχρονιστικού αλλά εξίσου αποτελεσματικού «πονάει κεφάλι κόβει κεφάλι» (χτύπημα πάνω από τη ζώνη, ακριβώς στην έδρα της αποθεωθείσης παντοιοτρόπως  λογικής που κατασκεύαζε επί τόσα έτη όπλα υψηλής νοημοσύνης για να τα δώσει σε χέρια που κινούσε μυαλό Νεάντερνταλ).

Για τελευταίο μας άφησε το εξής μήνυμα:

«Υπάρχω. Είμαι μαύρη. Είμαι γυναίκα. Σας έχω και χωρίς χέρια, παιδιά μου».

Το είχε πει ο Eco, κρίμα που δεν τον πιστέψαμε.  

Κι αν ψάχνετε να βρείτε τη ραφή για να ξηλώσετε αυτή μου την αφήγηση, καλά για λάπατα μας πέρασε; Και πώς τα γράφει όλα αυτά δίχως χεράκια; Μη βιάζεστε πουλάκια μου να το χαρείτε. Παιδιόθεν με τα πόδια γράφω. Αν ζει ο δάσκαλός μου θα το βεβαιώσει που κάθε μέρα μ’ έδειχνε στην τάξη τινάζοντας το τετράδιό μου ως κουρελού, αποδοκιμάζοντας με βδελυγμία τα ορνιθοσκαλίσματά μου.