Οι αντιφάσεις του Διονύση Σαββόπουλου

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.10.25 ]

Κλέφτες! Το ακούω για τον Σαββόπουλο, το άκουγα για τον Μάνο Χατζηδάκι: Κι όμως η τέχνη  «είναι ένα επάγγελμα για εραστές και κλέφτες...» έλεγε ο Π. Θαραλούκι. Θυμάμαι τον Μίκη Θεοδωράκη να λέει πόσο επηρεάστηκε από τον Ραχμάνινοφ. Πάνω σε μια νότα του Σοστακόβιτς «έχτιζε». Αυτός που απλά «κλέβει» ή δανείζεται από την πραγματικότητα, δεν καταφέρνει τίποτα αν το «κλοπιμαίο» μαραζώνει στο τελικό δημιούργημα. Ο κοινός «κλέφτης» είναι σαν τους  κλέφτες της Βιέννης (Φρόυντ), που θεωρούσαν ότι στο κλεμμένο αντικείμενο ενυπάρχει κάτι από την ψυχή του ιδιοκτήτη του και γι’ αυτό το λόγο ως «αντίδωρο» άφηναν στο κλεμμένο σπίτι τις κουράδες τους. Αυτό είχαν, αυτό άφηναν. Ό,τι διαθέτει ο καθένας. Αλλά  το να εξισώνει κανείς τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο με τους κλέφτες της Βιέννης συνιστά τουλάχιστον ύβρι.   

Οι αντιφάσεις

Στις «αντιφάσεις» στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν στο ύστερο έργο του Σαββόπουλου στις οποίες αναφέρθηκε εύστοχα η ανακοίνωση του  ΚΚΕ, θα προσέθετα και την εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός:

Ή να γίνεις «ενήλικος»-να ευθυγραμμιστείς δηλαδή- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός».

Γι’ αυτό ο υπέροχος «τρελός» μας αποκήρυξε το «περιβόλι του» και επέλεξε να γίνει ο «ενήλιξ» κύριος Σαββόπουλος, ο ευθυγραμμισμένος πλήρως με τους ισχυρούς. Δεν είναι εύκολο να κουβαλάς το στίγμα του «γραφικού» και τη μοναξιά που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες. Δεν είναι εύκολη η σχοινοβασία του «μέσα-έξω», του απρόβλεπτου, του ανοίκειου. Δεν είναι εύκολο να τάσσεται κανείς με τους «άλλους», αυτούς που επιλέγουν τη θέση όχι του «ημέτερου» αλλά του «ξένου», αυτούς που κανένας οικονομικός ή εθνικός δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, να τους αφαιρέσει την κοινωνική ευαισθησία, να τους κάνει να αποδέχονται μόνο τις επίσημες εκδοχές των γεγονότων και τις δικαιολογίες της εξουσίας.

Ο Σαββόπουλος «κούρεψε την ευαισθησία» του, ευθυγραμμίστηκε με την εξουσία, γι’ αυτό δεν ξαναέγραψε ούτε ένα τραγούδι μετά το 2000.

«Γιατί κουρεύτηκες;» τον ρώτησα τότε στο ZOOM. Θύμωσε. Δεν κατάλαβε. Νόμιζε ότι του μιλούσα για τα μαλλιά και τα γένια.

Αν συνεχίζαμε θα του έλεγα για την ανάγκη δημιουργίας «μιας νέας ευαισθησίας» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών, αυτών με τους οποίους ξεκίνησε και οι οποίοι τον είχαν ανάγκη…

Όμως, ο Νιόνιος άξιζε ότι κι αν πούμε...