Χάτσκαρι

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 25.01.21 ]

Απ’ το πρωί μαζεύαμε τα ξύλα. Σε κάθε μαχαλά κι από ένα σιάδι, κατάλληλο να φαίνεται η τζαμάλα από παντού. Σαν έπεφτε η νύχτα τις ανάβαμε κι αρχίζαμε με δυνατές φωνές να κοροϊδεύουμε των άλλων τις φωτιές  που ήταν τάχατες μικρότερες. Η μεγαλύτερη ήταν πάντα η δικιά μας. Κι εσύ ένα τρελό τελώνιο θα χοροπήδαγες πάνω απ’ τις φλόγες στριφογυρίζοντας ένα μακρύ κομμάτι σύρμα για τις κατσαρόλες δημιουργώντας ένα θέαμα υπέροχο στα μάτια μας που δεν γνωρίζανε βεγγαλικά και τέτοια. Ύστερα θα σκορπίζαμε στα σπίτια μας. Όσοι ήταν να μασκαρευτούν θα ετοιμάζονταν κι οι άλλοι μέσα. Η βάβω μου θα ζέσταινε τη μασιά της στη φωτιά και θα βραζε αυγά στην κατσαρόλα για το χάτσκαρι. Σαν βρόνταγαν την πόρτα μας οι μασκαράδες θα βούταγε την πυρωμένη της μασιά και θα πήγαινε ν’ ανοίξει. Πάντα άνοιγε την πόρτα της που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν κλειδωμένη. Ήξερε τρόπο αυτή να βάζει φρένο στα πειράγματα και στα μασκαραλίκια, είχε την πυρωμένη της μασιά, δεν αστειεύονταν. Οι μασκαράδες θα μπουκάρανε στο σπίτι χοροπηδώντας και γελώντας και θα απαιτούσανε το κέρασμα τους. Ούζο ή τσίπουρο. Τι άλλο;   Πάντα τα μάτια τα δικά σου θα τα γνώριζα πίσω απ’ τη μάσκα κι ας μη μιλούσες για να μη  σε καταλάβω. Έφταιγε που δεν έκανες  εσύ πως θες να μου σηκώσεις το φουστάνι, όπως οι άλλοι ή να με πιάσεις απ’ τη μέση και να κολλήσεις τη μασκαρεμένη μούρη σου στο πρόσωπό μου. Μόνο με κοίταγες βουβός πίσω απ’ τη μάσκα και δεν μίλαγες. Δεν ξέρω αν τη βάβω μου φοβόσουν, είχε έναν τρόπο αυτή να γίνεται πειστική και το ξεραν οι μασκαράδες πως αν κάναν μεγαλύτερες χοντράδες θα ένιωθαν τη μασιά της στα ποδάρια και θα χοροπηδούσαν σαν κατσίκια. Ο Τάκης πάντα ντυνότανε γυναίκα, με ένα κοντό φουστάνι και ξανθιά περούκα και τη σγουρή του τρίχα μέσα από την κάλτσα, και δώστου να λικνίζεται άχαρα και να χαϊδεύει τα πορτοκάλια που ’χε για στήθια και να πειράζει τη γιαγιά και αυτή να τονε λέει «μωρή τσιγκίστρω, συμμαζώξου» και να τον φοβερίζει. Κερνιόνταν, αστειεύονταν κι έφευγαν για τ’ άλλα σπίτια. Όλη τη νύχτα σ’ όλο το χωριό. Μαζί κι εσύ. Εμάς μας μάζευε η βάβω γύρω στην ποδιά της. Με τη βελόνα πέρναγε κλωστή τρυπώντας το βρασμένο αυγό, όπως ήταν με το τσόφλι, το έδενε και κρατούσε μακριά την κλωστή δημιουργώντας ένα εκκρεμές. Στο χάτσκαρι οι κανόνες λένε πως  η γιαγιά κουνάει πέρα δώθε το αυγό ανάμεσα στα πρόσωπά μας – πόσες φατσούλες ρόδινες που τώρα ρυτιδιάσαν και πουρέψαν- κι έπρεπε με το στόμα να το πιάσουμε. Τα χέρια πίσω από την πλάτη. Κι όχι ζαβολιές γιατί η βαβούσιω μας είχε πάντα τη μασιά της έτοιμη.

 Κι  αν δεν είχες φύγει με τους άλλους μασκαράδες. Κι αν είχες  βγάλει τη μουτσούνα και είχες τη δύναμη να με κοιτάς όπως με κοίταγες φορώντας τη και το νιωθα. Κι αν είχες κάτσει απένταντί μου για να παίξουμε το χάτσκαρι. Στο λέω τώρα, να το ξέρεις, θα έκανα στην άκρη το αυγό και θα σε φίλαγα στο στόμα κι ας ήταν η μασιά της βάβως πυρωμένη.

Στην πόλη κατάφερνα πάντα να μη βγαίνω από το σπίτι τις απόκριες. Οι άλλοι έβγαιναν κι έμενα μόνη. Κάτι θα διάβαζα, κάτι θα άκουγα, κάτι θα έγραφα, κάτι θα αναπολούσα. Και τους ζήλευα. Όχι που έβγαιναν. Τους ζήλευα που θέλανε να βγουν.  Πέρσι, μάλιστα  είχα σχέδιο. Ένα τσίπουρο αψύ απ’ το χωριό και τις «μασκαρεμένες μέρες» του Κάρλος Φουέντες. Και πέρσι δεν βγήκε κανένας. Απαγόρευση.

Φέτος μπορεί πάλι ν’ απαγορεύεται (τι μπορεί;). Γι’ αυτό στο λέω από τώρα να ξέρεις, να κανονίσεις. Θ’ ανάψω τη φωτιά. Τη μασιά μου θα πυρώσω. Θα βάλω αυγά να βράσουν. Θα περάσω τις κλωστές κατά πως πρέπει. Θα μαζέψω τα παιδιά το χάτσκαρι για να τους μάθω. Η πόρτα θα ‘ναι ανοιχτή. Αν θέλεις έλα. Τη μουτσούνα μην ξεχάσεις. Δεν θα την πειράξω.