Φόβοι ερευνητών για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 31.03.23 ]Με ανοιχτή επιστολή στο Ινστιτούτο Future of Life 1.000 ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο, εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τη ραγδαία ανάπτυξη, χωρίς κανένα ρυθμιστικό πλαίσιο, των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης από τις εταιρείες τεχνολογίας.
«Τους τελευταίους μήνες είδαμε εργαστήρια τεχνητής νοημοσύνης να εγκλωβίζονται σε έναν αγώνα εκτός ελέγχου για να αναπτύξουν και να παρουσιάσουν όλο και πιο ισχυρά ψηφιακά μυαλά που κανείς —ακόμα και οι δημιουργοί τους— δεν μπορεί να καταλάβει, να προβλέψει ή να ελέγξει αξιόπιστα», αναφέρεται στην επιστολή.
Τον Φεβρουάριο σε κείμενο στο artinews.gr με τίτλο «Τεχνητή νοημοσύνη: Παράδεισος ή δυστοπία;» σημειώναμε τις απόψεις του Στήβεν Χόκινγκ και της Χ. Άρεντ για το θέμα. Ο πρώτος έλεγε: «Φοβάμαι ότι η τεχνητή νοημοσύνη ίσως αντικαταστήσει τους ανθρώπους εξολοκλήρου… Φοβάμαι ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταστρέψει την ανθρωπότητα…»(συνέντευξη στο περιοδικό «Wired»). Η Χάνα Άρεντ στο ίδιο μήκος κύματος σημείωνε πως «αν διαχωριστεί η γνώση από την κριτική σκέψη τότε ο άνθρωπος κινδυνεύει να γίνει δούλος των τεχνικών δημιουργημάτων του.».
«Καλούμε όλα τα εργαστήρια AI να σταματήσουν αμέσως για τουλάχιστον έξι μήνες την εκπαίδευση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης πιο ισχυρών από το GPT-4. Εάν μια τέτοια παύση δεν μπορεί να εφαρμοστεί γρήγορα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρέμβουν και να θεσπίσουν μορατόριουμ», αναφέρεται στην επιστολή των 1000 ερευνητών.
Ο φόβος των επιστημόνων είναι ότι τα συστήματα αυτά σε «λάθος» χέρια, μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία fake news, σε χειραγωγήσεις, σε κοινωνικό αποκλεισμό πληθυσμιακών ομάδων κ.ά.
Όπως σημειώναμε στο κείμενο στο arti: «…Η μαζική ψηφιοποίηση σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και του κράτους σηματοδοτεί την είσοδό μας σε μια περίοδο μετάβασης, όπου το διακύβευμα είναι ο χαρακτήρας της ίδιας της κοινωνίας, η ύπαρξη της ίδιας της δημοκρατίας αλλά και του ίδιου του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά δεν αλλάζει μονοσήμαντα, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να αλλάξει προς όφελος του ανθρώπου συνολικά, όλων των ανθρώπων, αλλά μπορεί να αλλάξει και προς όφελος των ελίτ, των λίγων, αυτών που θα έχουν πρόσβαση στην γενική τεχνητή νοημοσύνη. Η τελευταία εκδοχή θα σημάνει την κόλαση για τους «από κάτω», και τον εκφυλισμό της δημοκρατίας, όχι απλά σε μία μεταδημοκρατία, αλλά σ’ έναν ολοκληρωτισμό που δεν έχει γνωρίσει ποτέ ξανά ο κόσμος.
Ουσιαστικά βρισκόμαστε στη φάση της μετάβασης, της αναμονής, όπου λαμβάνει χώρα ένας πόλεμος θέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νεοφιλελεύθεροι («από πάνω») επιλέγουν την μετάβαση προς όφελος δικό τους, των λίγων, επιλέγοντας ως βασικό εργαλείο τον ιδιωτικό τομέα (πανεπιστήμια, νοσοκομεία κ.ά.) σε βάρος του δημόσιου.
Σ’ αυτή τη φάση τα κράτη αποφασίζουν για το σχήμα μιας κοινωνίας όπου η εργασία θα γίνει ιδιαίτερα περιορισμένη λόγω της ψηφιακής και ρομποτικής επανάστασης: όπου όλοι πρέπει να έχουν ένα ελάχιστο εισόδημα (επιδοματική πολιτική). Αυτές οι ιδέες μπορεί να φαίνονται υπερβολικές στην Ελλάδα της κρίσης ή της μετακρίσης, αλλά βρίσκονται στην καρδιά της σκέψης των οικονομολόγων που μελετούν τις συνέπειες της ψηφιακής και της ρομποτικής επανάστασης στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Βεβαίως, μπορεί κανείς να αυξήσει την ποιότητα της κατάρτισης και να εντοπίσει την απασχόληση υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά μετά από λίγο θα πρέπει να επανεξετάσει ολόκληρη την οργάνωση των εταιρειών που προέρχονται από την «παλαιά βιομηχανική εποχή».
Όμως, όπως προείπαμε, για να οδηγήσει το κράτος την επανάσταση σε όφελος των πολλών πρέπει να έχει και τον ανάλογο πολιτικό χαρακτήρα (που θα επιλέξει το δημόσιο ως εργαλείο της μετάβασης). Είναι κρίσιμης σημασίας λοιπόν, ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης, αν θα είναι υπέρ εκείνων που εκφράζουν τους πολλούς και όχι υπέρ εκείνων που εκπροσωπούν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές ελίτ…».