Φράνκο Φορτίνι: Αλήθειες
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 15.04.21 ]Φράνκο Φορτίνι (1917-1994)
ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Κοιτώ από αυτό το λόφο ένα κομμάτι του ουρανού, τα βουνά και τη θάλασσα. Αυτές οι γραμμές μου φαίνονται πιο οικείες από τους δρόμους της πόλης όπου γεννήθηκα κι εκεί που ζω τώρα. Τριάντα ή σαράντα χρόνια άλλαξαν εκείνες τις εικόνες κι εμένα μέσα σ’ αυτές. Όλα μοιάζουν τώρα πιο μικρά, σαν πιο πιεσμένα. Το θέαμα των εποχών είναι ήδη πιο γρήγορο. Πραγματικά δεν ξέρω πια με πιο τρόπο να ξεπεράσω το βάσανο που μου προκαλούν τα προσχήματα, εκτός κι αν τα ξεχάσω στην ευχάριστη ψευδαίσθηση ενδιαφέροντος που μόνο η πνευματική εργασία μπορεί ακόμη να προσφέρει. Ο πειρασμός να πιστεύεις μοναδική αλήθεια τη φόρμα και μοναδική φόρμα το λόγο, την πρόσκληση στην ηρεμία της απόστασης: ποτέ δεν υπήρξα τόσο δυνατός όπως τώρα. Αλλά ακόμη πιο έντονη και η αντίστασή μου και δεν θα παραιτηθώ.
Πετώντας με το αεροπλάνο πάνω από τις πόλεις, ή διασχίζοντάς τες με το τρένο το βράδυ, μου έρχεται στο νου να θυμηθώ γνωστούς και φίλους που ζουν εκεί, στις δουλειές ή στα όνειρα ή στην καθημερινότητα της ζωής τους. Από αυτό το σημείο μπορώ να διακρίνω πολλούς: σχεδόν όλοι υπάκουοι σ’ αυτό που ακόμη ονομάζουμε πεπρωμένο και που είναι μόνο το όνομα χυδαίων δυνάμεων, βιαιοτήτων που θα μπορούσαμε να σταματήσουμε, από ξεχασμένες πληγές. Από την ενδοχώρα έρχεται ο θόρυβος χιλιάδων αυτοκινήτων που τρέχουν προς την εξοχή και την παραλιακή, η λάμψη στην αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη στη στροφή του δρόμου, ένα διαπεραστικό κλάξον. Η αίσθηση της σπατάλης. Της δυστυχίας. Του οίκτου, τελικά, γιατί εκείνος ο βόμβος, εκείνες οι λάμψεις, εκείνοι οι διαπεραστικοί ήχοι των κλάξον, σχεδόν οι φωνές ή τα σημάδια των ανθρώπων που γνωρίζεις, που δεν αποκαλείς φίλους γιατί δεν είναι αλλά συναντήθηκαν με τη ζωή σου και γνώριζαν ή γνωρίζουν αυτά που εσύ γνωρίζεις, θέλησαν ή θέλουν κάτι όχι διαφορετικό από αυτά που εσύ θέλεις, και τελικά δεν είσαι σε τίποτε διαφορετικός από αυτούς.
Δύο άκρες μου φαίνονται βέβαιες: το μέλλον του ανθρώπινου γένους, τουλάχιστον από τη δική μου ή μια άλλη γενιά∙ και η προσωπική μου μοίρα. Αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος μιας οποιασδήποτε βιογραφίας που δεν περιμένει τίποτε από τον εαυτό της, όπως έκανε ως τώρα, εκτός από τις άμεσες αλήθειες∙ αυτή είναι η διαμάχη, όχι βέβαια τελική, μιας εποχής. Και σ’ αυτή τη διαμάχη θα βρει ένα ελάχιστο σημάδι που διέγραψαν εκείνοι που σ’ αυτή την εποχή μας, χωρίς ελπίδα και τιμιότητα χρησιμοποιούν, καταπιεσμένοι από μια αβέβαιη ενόχληση ή από έναν περιττό θυμό, την υποβόσκουσα εξυπνάδα ή το πάθος και επαναλαμβάνουν δύο ή τρεις αλήθειες χωρίς σκοπό, που εμφανίστηκαν μπροστά τους στην πιο σημαντική ή ασήμαντη στιγμή της ύπαρξής τους.
Όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα σ’ αυτό το σώμα και το μέλλον, είναι σκοτάδι και χάος. Δεν θα ήθελα να πω τίποτε για το άμεσο αύριο. Τα σημάδια είναι αμφιλεγόμενα. Η εργασία μας δεν έχει θέση. Όχι όλα, αλλά πολλά μπορούν να συμβούν. Εξάλλου δεν έχω όρεξη να κατασκοπεύω αυτό που θα συμβεί αλλά μόνο να κάνω, για την ώρα, αυτό που μπορώ. Αν η λέξη επανάσταση δεν είχε καταντήσει σχεδόν γελοία από την κατάχρηση, θα έπρεπε να πούμε ότι σήμερα η επαναστατική πρακτική θα πρέπει να είναι ακόμη πιο μεταρρυθμιστική από τον μεταρρυθμιστή, επιφανειακά μυωπικό, αφοσιωμένο σ’ εκείνες τις μικρές σίγουρες πράξεις, να κατασκευάζει διαμάντια ή κάρβουνα, να μποϊκοτάρει με λεπτομέρεια, να καταστρέφει υπομονετικά μέχρι το τέλος: ο τυφλοπόντικας, που είχαν μιλήσει γι’ αυτόν οι κλασικοί. Μόνο με αυτή την προοπτική μπορώ να δικαιολογήσω στα μάτια μου τούτες τις λέξεις, φαινομενικής άμεσης πολεμικής και φαινομενικής αυτοβιογραφίας. Τα σκυλιά δεν είναι μόνο εκείνοι οι ευρωπαίοι συνάνθρωποί μου που ξεθυμαίνουν το μίσος τους για τον διαφορετικό και τον αντίθετο (χθες οι εβραίοι, οι άραβες, αύριο ο κινέζος, ο νοτιοαμερικάνος, ο κάθε «κόκκινος»: είναι επίσης η ειρωνική μεταφορά των πιο κοντινών και άχαρων εχθρών μας, εκείνων που υπεραμύνονται τους πίνακες ενός νόμου που κανείς θεός δεν έδωσε και κανείς δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει. Να τραβήξεις επάνω σου ένα γαυγητό ή κάποιο δάγκωμα, είναι κάτι χωρίς αξία ή απαξία. Πρέπει να ζητάμε κάτι τελείως διαφορετικό∙ και κυρίως να πιστεύουμε, όπως έλεγε ο Λένιν, ότι σε κάθε κατάσταση υπάρχει μία οδός διαφυγής και η δυνατότητα να τη. Δηλαδή ότι οι αλήθειες υπάρχουν, απόλυτες στη βρεις σχετικότητά τους.
(1967)
Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος