Φασίστες από επιλογή

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 24.09.18 ]

Τρομακτικά φυσιολογικός: αγαπημένος σύζυγος ή εραστής, καλός πατέρας, φίλος καρδιακός. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος παραδίδει, κάθε φορά, «το μάθημα της φοβερής κοινοτοπίας του κακού, που ξεπερνά τη γλώσσα και τη σκέψη»*.  Ή έτσι νομίζουμε.

 Αναπαράγοντας τη Χάνα Άρεντ, η κακότητα του Άντολφ  Άιχμαν εντάσσεται στη γενικευμένη ηθική κατάρρευση της αστικής τάξης της Γερμανίας, ο δε αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που, απλώς, δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ένας γραφειοκράτης που φτιάχτηκε από τα πάνω μόνο και μόνο για να υπακούει εντολές: «δεν ήταν η ανοησία, αλλά η απουσία σκέψης». Και επιπλέον, «δεν υπήρχε σημάδι πάνω του εδραίων ιδεολογικών πεποιθήσεων ή ιδιαίτερων αχρείων κινήτρων».

Αλλά η Άρεντ έχει άδικο. Αν εξηγείς με όρους, περίπου, ψυχολογίας συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, που παρεμβαίνουν δραματικά στις ζωές ανθρώπων, αν επικαλείσαι τη «ρηχότητα» του κακού ή την από τα πάνω επιβολή του, δίχως να αναφέρεσαι στην δυνατότητα ενεργοποίησης του αυτεξούσιου των από κάτω, στη δυνατότητα πολιτικής επιλογής, ρίχνεις στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ τους πάντες. Ξεπλένεις κυρίως εκείνους που –θα έπρεπε να- αποτελούν αντιπαράδειγμα για όλα τα ανθρώπινα.       

 «Η βία αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο Λόγος»: για να γίνεις, όμως, έρμαιο μιας  κυρίαρχης αποτρόπαιης ιδεολογίας και να μην διανοείσαι τα αποτελέσματα  των πράξεών σου δεν αρκεί να φλερτάρεις με το παρά-λογο, να «νοσείς».

 Η «νοσηρότητα» που επικαλούνται, όσοι συμφωνούν με την ανάγνωση της Άρεντ για τον Άιχμαν, αδικεί τους ανόητους, τους απερίσκεπτους, αδικεί και τους όντως νοσούντες: εκείνους που ο ταραγμένος νους τους κάνει πολλά, καμιά φορά αποτρόπαια, δεν στρέφονται όμως συστηματικά εναντίον φτωχών και αδυνάτων, αλλά, συχνότατα, εναντίον του εαυτού τους.

 «Το πρόβλημα του κακού θα αποτελέσει το θεμελιώδες ζήτημα της μεταπολεμικής πνευματικής ζωής στην Ευρώπη», έλεγε επίσης η Άρεντ, κι εδώ έχει δίκιο. Διότι η δυνατότητα να γίνει κανείς φασίστας, ναζιστής, παραμένει ακόμα ανοιχτή. Όχι διότι το κακό είναι κοινότοπο, αλλά διότι οι επίγονοι του Άιχμαν ξεπλύθηκαν, ενσωματώθηκαν στην αστική δημοκρατία, ενίοτε πλούτισαν και, με όρους καπιταλισμού, μεγαλούργησαν, αποκτώντας κληρονόμους.

 Αν κάτι παραμένει κοινότοπο, δεν είναι το κακό. Είναι η επίγνωση της κακότητας, από τους πάντες. Μετά το Άουσβιτς, μετά τον Φύσσα, δεν χωρούν δικαιολογίες.

 Να σκοτώνεις στο ξύλο, να επιτίθεσαι στον πεσμένο, είναι επιλογή. Όπως και όσοι συνηθισμένοι άνθρωποι γίνονταν και γίνονται φασίστες, γίνονταν και γίνονται από επιλογή. Υπάρχει άλλος δρόμος και, αν δεν το ξέρουν, το υποψιάζονται. Διότι, δεν μπορεί, κάπου θα πήρε το αφτί τους για την αλληλεγγύη, για το αγάπα τον πλησίον σου, για τις πολιτικές που δεν προστατεύουν περιουσίες αλλά ζωές.

 *(Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ)