Στις 8 προς 9 Οκτωβρίου του 1967, ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας δολοφονημένος από τους υπηρέτες της CIA. 50 χρόνια από τότε, ο Τσε ήταν και θα είναι πάντα «παρών» στους αγώνες, στους δρόμους αλλά και στα δωμάτια των νέων. Θα είναι εκεί, στις «Στρατιές της νύχτας» με τους χιλιάδες νέους που πολιόρκησαν ειρηνικά το αμερικανικό Πεντάγωνο. Στο πρόσωπό του οι διαδηλωτές κατά του πολέμου στο Βιετνάμ θα βρουν τον δικό τους «άγιο», όπως έλεγε ο Νόρμαν Μέηλερ.
Γεννημένος στην Αργεντινή, στο Ροσάριο (14 Ιουνίου 1928), με το όνομα Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, σπουδάζει γιατρός και μελετάει αλλά και βιώνει τους αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής. Στο Μεξικό, έρχεται σε επαφή με μια ομάδα Κουβανών επαναστατών και με τον αρχηγό τους Φιντέλ Κάστρο. Ταυτίζεται αμέσως με την σκέψης τους και τη θέλησή τους να απελευθερώσουν την Κούβα από το αμερικανοκίνητο δικτατορικό καθεστώς Μπατίστα.
Η επανάσταση θριαμβεύει και ο Τσε αποκτά αρμοδιότητες ως Υπουργός Βιομηχανίας και Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας. Σύντομα, η ανησυχία του ν’ ακολουθήσει το δικό του δρόμο, τον κάνει να εκφράσει στον Φιντέλ την επιθυμία του να πραγματοποιήσει την υπόσχεση αλλοτινών καιρών, που ήταν πως όταν η Κούβα θα είχε απελευθερωθεί, αυτός θα ακολουθούσε τον δρόμο του σε χώρες που θα χρειάζονταν τη βοήθειά του. Αρχίζει να εκπαιδεύεται με μια ομάδα ανδρών στη Σιέρρα Μαέστρα και φεύγει για την Αφρική για να οργανώσει την επανάσταση.
Όμως, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι δεν έχουν δημιουργηθεί οι λεγόμενες επαναστατικές συνθήκες κι αποφασίζει να γυρίσει στην Κούβα. Επιστρέφει και συνεχίζει την εκπαίδευση της ομάδας του για να αναχωρήσουν για τη Βολιβία. Στη Βολιβία, ο Τσε πηγαίνει μεταμορφωμένος για να μην τον αναγνωρίσουν. Εκεί αρχίζει να δημιουργεί τους όρους για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον στρατό που ερευνούσε την περιοχή για να τους εντοπίσει. Η απώλεια ορισμένων ανδρών, η δυσπιστία και ο φόβος των αγροτών έχει ως αποτέλεσμα να σφίξει ο κλοιός γύρω του. Πράκτορες της CIA συνεργασία με τον στρατό της Βολιβίας τον εντοπίζουν και επιτίθενται αιφνιδιαστικά, ενώ αναπαυόταν μετά από μια μακρά πορεία.
Στη μάχη αυτή, ο Τσε τραυματίζεται στο πόδι, αλλά παρόλ’ αυτά, ο ίδιος και δύο ακόμα άνδρες καλύπτουν την υποχώρηση μερικών συντρόφων που καταφέρνουν να ξεφύγουν. Ο Τσε συλλαμβάνεται και δολοφονείται στο σχολείο της περιοχής. Μάλιστα, θέλησαν να κρύψουν τη σορό του, θεωρώντας ότι έτσι δεν θα μείνει κανένα ίχνος του στην ιστορία. Λάθος μέγα. Γιατί έτσι συνέτειναν στη δημιουργία όχι μόνο της υπαρκτής ηρωικής εικόνας του αλλά και του μύθου του. Τα λόγια του Τσε θα ταξιδέψουν παντού και θα γίνουν προτροπή για ανυπακοή και επ-ανάσταση. Η ζωή του θα γίνει παράδειγμα «αθανασίας»…
«Τι σημασία έχει αν μας βρει ο θάνατος; Σημασία έχει ότι η κραυγή μας θα ακουστεί και ένα άλλο χέρι θα βρεθεί για να πάρει το όπλο μας, και άλλοι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν για να πιάσουν το τραγούδι, για να ακουστεί η καινούργια κραυγή του πολέμου και της νίκης.»
[Aπόσπασμα από τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Ερνέστο Σάμπατο στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού για το θάνατο του Τσε Γκεβάρα. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Scritti politici e privati di Che Guevara», Editori Riunitti, 1988]
Ο Ερνέστο Γκεβάρα δεν πέθανε για μιαν απλή ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων λαών. Για μένα και πιστεύω για πολλούς, στην πραγματικότητα για εκατομμύρια πρόσωπα και κυρίως για τους νέους που θρήνησαν το τέλος του, πέθανε για ένα ιδανικό απείρως υψηλότερο, για το ιδανικό ενός Νέου Ανθρώπου.
Αυτό το ιδανικό προϋποθέτει προφανώς την πάλη ενάντια στην αθλιότητα των καταπιεζόμενων λαών. Αλλά προϋποθέτει επίσης -σε τελευταία και ίσως και σε πρώτη ανάλυση- και μια νέα μορφή συμβίωσης, μία κοινότητα στην οποία θα εξασφαλίζονται για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά και μια αυθεντική επικοινωνία: μια κοινωνία, ένας βαθύτερος δεσμός ελεύθερων ανθρώπων, μια συνεργασία μεταξύ αυθεντικών προσώπων. Όχι ένα σύμφυρμα μηχανών και συναθροισμένων υπάρξεων. Όχι μια νέα κοινωνία η οποία, αφού θα έχει προηγηθεί μια αιματηρή επανάσταση, θα καταλήγει να μας προσφέρει ένα είδος Βόρειας Αμερικής από την ανάποδη, χωρίς την ηγεμονία των καπιταλιστικών τραστ αλλά κυριαρχούμενη από τα παντοδύναμα εργαλεία μιας εξίσου απάνθρωπης γραφειοκρατικής δικτατορίας.
Ουσιαστικά, νομίζω ότι πάλεψε και πέθανε για μια συμβίωση στην οποία οι άνθρωποι θα είναι αληθινές ανθρώπινες υπάρξεις, με την υψηλότατη αξιοπρέπεια που τους ανήκει, απελευθερωμένοι επιτέλους όχι μόνο από την οικονομική αλλοτρίωση που προκαλείται από καθεστώτα εκμετάλλευσης, αλλά και από αυτήν την άλλη μορφή αλλοτρίωσης, την πιο λεπτή και τρομερή, επειδή είναι ικανή να επιβιώνει πολύ πιο πέρα από μια εσφαλμένη κοινωνική επανάσταση και που έγκειται στην επιστημονική αλλοτρίωση, αυτή την ίδια που μετασχηματίζει τον κόσμο σε έναν τερατώδη μηχανισμό από ρομπότ.