Το πρόσωπο της Ελευθερίας

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 07.03.21 ]

Το κορίτσι κρατά ένα σφυρί και μια σμίλη. Στην αρχή δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Για την ακρίβεια δεν ήταν καν μαθητευόμενη γλύπτρια. Ένα απλό κορίτσι, μια νέα κοπέλα, ίσως είχε πατήσει το κατώφλι της ενηλικίωσης.

Βρήκε το σφυρί και τη σμίλη στο σεντούκι των «Παλαιών Γενιών», όπως κοροϊδευτικά αποκαλούσε τους μεγαλύτερους· βαριόταν τις συμβουλές και τα κηρύγματα και εκνευριζόταν με την κριτική τους αν και συχνά τους τη γύριζε στα μούτρα.

Μα να που, χωρίς ούτε κι εκείνη να εξηγήσει το γιατί, άνοιξε το ξύλινο σεντούκι σπρωγμένη από την αρχέγονη περιέργεια να γνωρίσει αυτό που αμφισβητεί.

Φανταζόταν πως θα ’χε μέσα σκονισμένα βιβλία, με τις σελίδες κιτρινισμένες, των παππούδων, υφαντά της προγιαγιάς με το Μονόγραμμα της, φτερά από σεργιάνια παγωνιών που ήξερε πως άρεσαν στη γιαγιά της,  πορσελάνινες τσαγιέρες από τη μητέρα της, μωρουδιακά ρούχα και κεντημένα μαξιλάρια.

Δε βρήκε τίποτα από όλα αυτά. Ένα σφυρί, μια σμίλη και ένα κομμάτι μάρμαρο.

Λευκό.

Δε θυμάται κανέναν από την οικογένεια της να υπήρξε  γλύπτης, ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο.

Ούτε μάρμαρα είχε το νησί το προγονικό, μόνο νταμάρια που έβγαζαν πέτρα και παντού στα χωράφια και στη θάλασσα σπαρμένα πήλινα σπαράγματα, πηλίνια τα λέγε η μητέρα της, που μ’ αυτά έπαιζαν ένα παιχνίδι στα κύματα, θαλασσινό.

Διάλεγαν τα επίπεδα κομμάτια από σπασμένα πήλινα αγγεία, που έβρισκαν τριγύρω, και τα πετούσαν πλαγιαστά, οριζόντια στη θάλασσα, να την αγγίξουν πλαταγίζοντας μόνο στην επιφάνεια της, χοροπηδώντας, ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε...

Ο πιο επιδέξιος έκανε τα πηλίνια του να χτυπούν στο νερό σαν σέρφερς που ξεπερνούν τα κύματα όσο πιο μακριά γινόταν κι αυτός ήταν ο νικητής .

Μα τούτο το μάρμαρο τι να σημαίνει; Το σφυρί; Η σμίλη;

Ποιος παππούς, ποια προγιαγιά να τα χρησιμοποίησε κάποτε δεν το γνώριζε.

Το μάρμαρο ωστόσο έξαφνα, σαν ανθός αλατιού, με φλέβες κρουστές, κάτι της θύμισε...

 Και τότε ήταν που ήρθε στο μυαλό της ένας στίχος έπειτα ένας άλλος κι άλλος, σαν τα πηλίνια χτυπούσαν την επιφάνεια των κυμάτων του νου της. Έχασε το μέτρημα, ταράχτηκε, στίχοι, στίχοι καταχωνιασμένοι στις γωνιές της σχολικής της μνήμης κι άλλοι άγνωστοι —δεν ήξερε από ποιες συλλογικές θύμησες— την κατέκλυζαν με ήχους και λάμψεις, πήρε το σφυρί στο δεξί της χέρι, κράτησε τη σμίλη με το αριστερό, έστησε το μάρμαρο κι άρχισε να χτυπά και να σμιλεύει ακολουθώντας μόνο τις οδηγίες που έδινε το μυαλό και η καρδιά, να σμιλεύει το πρόσωπο της Ελευθερίας.

Μιας ελευθερίας δικιάς της, των φίλων και των συμμαθητών, των συμφοιτητών, των γειτόνων και των αγνώστων, ολοκαίνουργια μα τόσο ίδια με αυτή των στίχων, των θρύλων και των κηρυγμάτων που είχε βαρεθεί να ακούει.

Τόσο διαφορετική και τόσο ίδια που απόρησε κι εκείνη .

Αλλά χαμογέλασε συνωμοτικά στην προγιαγιά  και στον προπάππου που είδε να της γνέφουν από το παράθυρο, καθησύχασε τον παππού που της φώναζε να προσέχει και κρυφοκοίταξε τη μαμά που πήγε κάτι να πει μα δεν τόλμησε, μόνο έκλεισε αθόρυβα το σεντούκι των Παλιών Γενεών μην τυχόν και φανερωθούν μονομιάς όλα τα μυστικά του.

 Υ.Γ. Αφιερωμένο στα παιδιά μου του τμήματος Α1 του 2ου ΓΕΛ Ν. Σμύρνης που ακολουθούν τα εξ αποστάσεως ταξίδια στην ποίηση και τη λογοτεχνία μήνες τώρα αδιαμαρτύρητα, με υπομονή, απορία και ενθουσιασμό.

*Επιμέλεια Νινέτα Πλυτά