Το κορίτσι της σοφίτας

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 24.06.21 ]

Το κορίτσι ήταν λεπτό, με κοτσιδάκια. Χωρούσε μια χαρά μέσα στην Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά. Για την ακρίβεια, ήταν το μυστικό της καταφύγιο. Όποτε ήθελε να κλάψει με αναφιλητά, έτρεχε να κρυφτεί μέσα στα δάκρυα που έσταζαν από την πλεγμένη με μπανανόφυλλα στέγη της καλύβας. Έκλαιγε εκεί μέχρι που όλοι οι σκλάβοι της φυτείας κι ο μπαρμπα-Θωμάς ο ίδιος ερχόταν να την παρηγορήσουν με παραμύθια· ένα γύρο όλοι τους κι εκείνη στη μέση κατάχαμα να κλαίει μέχρι να νιώσει ελαφριά, τόσο ελαφριά που υψωνόταν από το έδαφος κι ανέβαινε στο αερόστατο για το γύρο του κόσμου.

Άλλες φορές πάλι, δεν ήθελε να κλαίει κουβαριασμένη στο χώμα· τότε έλυνε τα κοτσίδια της, φορούσε αγορίστικα ρούχα και ακολουθούσε κρυφά τον Αλέξιο σε μια μυστική αποστολή στα δάση του Βυζαντίου ή χωνόταν σε βάλτους πριν περάσει αμετάκλητα στην Αντίσταση στην Κατοχή.

Μεγαλώνοντας αποφάσισε πως μια βαριά, ατμοσφαιρική ρωσική κάμαρα ήταν ασφαλέστερο καταφύγιο, αλλά τελικά ήταν κουραστική αυτή η συνύπαρξη με τόσα ονόματα στους τοίχους.

Όπως και να έχει, περιπλανήθηκε με τα κοτσίδια της και χωρίς αυτά σε σπίτια με αγροκτήματα, σε μοναστήρια και σε δάση, σε θάλασσες πειρατικές και κελιά φυλακών, βρέθηκε μάρτυρας σε τόπους αποκεφαλισμών και ιπποτικών όρκων.

Χρόνια αργότερα κουβαλούσε ακόμη στην εφηβική της τσάντα μια περικεφαλαία και μια πόρπη από την Ιλιάδα, μια μπούκλα από τα μαλλιά της Τζέιν Έυρ, ένα μικρό Ναυτίλο, Έρωτες και σκιές από τη μακρινή Χιλή, κοχύλια και αμάραντους από στίχους ποιητικούς και μπαινόβγαινε σε τρένα εξπρές για την Ανατολή, πάντα χαζεύοντας από τα παράθυρά τους το πλήθος των ανθρώπων που είχε γνωρίσει στα ταξίδια της. Ξεκουραζόταν σαν γυρνούσε στη σοφίτα της. Μερικές φορές ήταν εξαντλημένη και κατέβαινε από και κει μόνο για να φάει κι άλλοτε πάλι βιαζόταν μην τυχόν και δεν προλάβει το τρένο και μείνει στον ίδιο σταθμό να περιμένει.

Το κορίτσι έλυσε τα κοτσίδια του οριστικά ένα καλοκαιρινό απόγευμα καθισμένη στο πεζούλι των Τριών Γενιών, αγναντεύοντας τη βαρκούλα που με σπασμένα κουπιά ταξίδευε ελεύθερη στο πέλαγός της. Τις αγαπούσε τέτοιες βαρκούλες που το έσκαγαν κρυφά τις νύχτες από το μουράγιο και έφευγαν με θαλασσινούς αέρηδες ερωτοχτυπημένες. Τα ξημερώματα χτυπούσαν την πόρτα του δωματίου της και της ζητούσαν να φυλάξει τ’ αστέρια που έπεσαν στην πλώρη τους μην τυχόν και μαρτυρούσαν το μυστικό τους.

Με τον καιρό γέμισε ένα πιθάρι, που είχαν στο σπίτι παμπάλαιο, με μυστικά και αστέρια, τα σκέπασε με μπουρούδες, πίνες και σφουγγάρια και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αφοσιώθηκε στη διακόσμηση της σοφίτας της και ζωγράφισε τους λουλακί τοίχους με κύκνους και αγριοπερίστερα. Τότε ήταν που την επισκέφθηκαν κάποιοι παλιοί της φίλοι από το τρένο των ταξιδιών. Η χαρά της

ήταν απερίγραπτη, τους φιλοξένησε με καμάρι και συγκίνηση, η σοφίτα γέμισε γέλια και συζητήσεις γύρω από το δωρικό κιονόκρανο που είχε για τραπέζι.

Το κορίτσι ήταν στ’ αλήθεια ευτυχισμένο.

Ο Σεπτέμβρης τη βρήκε σ’ ένα μπαλκόνι στην πόλη. Μέσα σε δυο μπαούλα και καμία δεκαριά βαλίτσες χώρεσαν ένα σπίτι, ένας παππούς, μια γιαγιά, μια προγιαγιά, θείοι και θείες, ξαδέρφια και οι παλιοί της συμμαθητές. Χώρεσαν τα πορσελάνινα σερβίτσια της μητέρας της, τα παιχνίδια του μικρού της αδερφού, τα υφαντά μάλλινα χράμια για το κρύο του χειμώνα που θα ’ρχόταν, μια ξύλινη κασέλα σκαλιστή κι ένας βαρύς καθρέφτης. Χώρεσαν όλα εκτός από τη σοφίτα. Εκείνη τη δίπλωσε στα τέσσερα, τη σκέπασε να μην τη δει κανείς στο εξής και την έκρυψε να είίναι όλη δικιά της στο μόνο σημείο που δε θα άφηνε ποτέ να ψάξουν, στην ψυχή της.