Το ελιξίριο του μίσους

[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 28.11.18 ]

Είναι και μια ηλικία άχρονη, απροσδιόριστη κι απολύτως στάσιμη, που παραμένει ακίνητη στα είκοσι, στα τριάντα, στα σαράντα ή και στα λοιπά –ήντα και –όντα, σαν το παρατημένο δέρμα του σκαντζόχοιρου όταν ψοφήσει το ζωντανό του ή σαν τα ξεραμένα κόπρανα του δάσους όταν παύουν να έλκουν τις σκατόμυγες. Αφού δύο είναι οι καθιερωμένοι τρόποι για να νικήσει κανείς τον χρόνο, είτε παραμένοντας παιδί, οπότε το πιο πιθανό είναι να γίνει ποιητής ακόμη και αν δεν έχει γράψει ούτε έναν στίχο, είτε στραγγαλίζοντας το παιδί, οπότε το πιο πιθανό είναι να γίνει φασίστας ακόμη και αν το αρνείται ο ίδιος. Θέλω να πω για τον Γιάννη, τον Πέτρο, τον Νίκο, τον Βασίλη και την Ελένη, που πριν από δυο, τρία, τέσσερα, έξι χρόνια υπήρξανε παιδιά με τα χαμόγελα, τις απορίες και τις αφέλειές τους, ώσπου για τους δικούς τους λόγους αποφάσισαν να μετοικήσουν στην άχρονη επικράτεια του μίσους και να υιοθετήσουν την αισθητική των βαμπίρ απ’ αυτές τις άθλιες κινηματογραφικές ταινίες τρόμου. Παρ’ όλες τις φωνές, τα σάλια και τα φουσκωμένα μπράτσα τους διακρίνω κατιτί το απόκοσμο, το αφύσικο και το τερατώδες κάθε φορά που διασταυρώνομαι μαζί τους. Είναι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που νιώθει κανείς απέναντι σε έναν άρρωστο από καρκίνο στα πολύ τελευταία στάδια της ασθένειάς του ή σαν εκείνη τη δυσάρεστη έκπληξη που ένιωσα όταν έπεσα τυχαία πάνω σε έναν γνωστό τραγουδιστή που προσπαθεί να κρύψει τα ογδόντα τόσα χρόνια του κάτω από τη τσιτωμένη μάσκα ενός τριαντάρη.