Τα ωραία δάχτυλα και ο φασισμός
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 01.12.17 ]Όλοι στην οικογένειά μας είχαν ωραία δάχτυλα. Και η μητέρα με τα λευκά της χέρια, «λευκώλενος Ήρη» που θα έλεγε και ο παππούς Όμηρος, «κρουσουταλλοβραχιονάτη» κατά την μετάφραση του Καζαντζάκη και ο πατέρας. Που παρά το χειρωνακτικό του επάγγελμα (ήταν τσαγγάρης), δεν έχασε ποτέ την χάρη και την ευγένεια των δαχτύλων του που δεν καταδέχτηκαν «το στρεβλό σχήμα της κλοπής, της επαιτείας της, της παράκλησης, της ελεημοσύνης». Δάχτυλα που ποτέ δεν κινήθηκαν με βίαιη εχθρότητα, ποτέ δεν χυδαιολόγησαν (αφού υπάρχει και η γλώσσα του σώματος), με ασέβεια προς το άλλο σώμα. Ενστικτωδώς συμφωνώντας με τον άγιο Μπωντλαίρ: «το σώμα μας είναι το πνεύμα μας».
Α, ναι! Όλοι στην οικογένειά μας είχαν ωραία δάχτυλα. Αυτή όμως που τους ξεπερνούσε όλους στην ομορφιά των δαχτύλων, ήταν η γιαγιά μου -η μητέρα της μητέρας μου- η Εριφύλη.
Είχε κάτι δάχτυλα απίστευτης διαφάνειας και σχεδόν εξωπραγματικής ωραιότητας. Με κινήσεις απ’ όπου λες και έσταζαν εύθραυστες πορσελάνες ή δαντέλες Βενετσιάνικες, καλοσύνης, ηπιότητας και ευλάβειας που θρησκεύεται για να δοθεί (όχι να παραδοδεί).
Κόρη (είχε γεννηθεί το 1881), αρχοντικής οικογένειας από την Σηλύβρια της ανατολικής Θράκης, παντρεμένη στην Κωνσταντινούπολη, είδε να χάνονται από τα δάχτυλά της, ένα προς ένα, όλα τα πολύτιμα οικογενειακά της κειμήλια δαχτυλίδια. Προσφυγιά, κατοχή, μια κόρη (η μητέρα μου) στην φυλακή κι ένας γιός στην Μακρόνησο, ο παππούς με ρημαγμένη δουλειά, επειδή (παρ’ ότι αστός και καθόλου κομμουνιστής), αρνήθηκε να συνεργασθεί (στην Καβάλα όπου είχε στεργιώσει με μεγάλη οικονομική επιτυχία) με τους κατακτητές Βούλγαρους, άστα να πάνε. Ο παππούς πέθανε απ’ τον καημό για τα διωγμένα του παιδιά, τα δυο από τα τέσσερα, και η γιαγιά Εριφύλη σχεδόν δεν είχε χρήματα να τον κηδέψει. Βλέπεις, όλα τα δαχτυλίδια είχαν, προ πολλού, πουληθεί. Κι εκείνη απόμεινε με τα πανέμορφα κρινοδάχτυλά της να ακουμπούν στην Σύνοψη ή να μας ευλογούν χαϊδεύοντας τα κεφάλια μας.
«Τα δαχτυλίδια πέσανε, μα μένουνε τα δάχτυλα», έμαθα πολλά χρόνια αργότερα και, ναι, το είχα ήδη ζήσει και το είχα ήδη ακούσει αλλιώς από την αρχοντική μου γιαγιά την Εριφύλη, όταν μικρό παιδάκι της είχα πει για μια συγγένισα, ότι φορούσε «ωραία δαχτυλίδια». «Να μη σε νοιάζουν τα ωραία δαχτυλίδια κι εκείνοι που τα φορούν» μου είχε απαντήσει ήρεμα. «Να σε νοιάζουν οι άνθρωποι που έχουν ωραία δάχτυλα».
Αργότερα, όταν μεγάλωσα κι όταν η γιαγιά Εριφύλη είχε πια πεθάνει (καλοκαίρι του 1966), κατάλαβα τι εννοούσε. Φυσικά δεν εννοούσε το σχήμα, αλλά την αρμονική ικανότητα του σύμπαντος κόσμου για θωπεία. Εννοούσε τα δάχτυλα που ομορφαίνουν καθώς χαϊδεύουν. Που ομορφαίνουν επειδή γνωρίζουν να παρηγορούν, να ανασηκώνουν, να προστατεύουν και να ησυχάζουν. «Να μη σε νοιάζουν τα δαχτυλίδια, να σε νοιάζουν τα δάχτυλα».
Τα δάχτυλα που ξέρουν να λένε καληνύχτα, πάει να πει και να σε οδηγούν στην οδό των ονείρων. Τα ωραία δάχτυλα της δίκαιης επιείκιας που δεν άγγιξαν ποτέ την πέτρα τόσων και τόσων λιθοβολισμών, την πέτρα του σκληρού αναθέματος.
Τα θυμήθηκα τούτες τις μέρες τα δάχτυλα της γιαγιάς μου της Εριφύλης, διαβάζοντας (δυστυχώς όχι «πέφτοντας από τα σύννεφα») την αγριότητα του μικροαστικού φασισμού που στέλνει τους αδύναμους στο ικρίωμα. Μιλάω για τις απολύσεις οροθετικών ανθρώπων (μισώ την λέξη άτομο, που ουδετεροποιεί το Πρόσωπο και αναποδογυρίζει την ύπαρξη σε αντικείμενο), από την δουλειά τους, μόνο και μόνο επειδή είναι οροθετικοί. Δεν πρόκειται απλώς για εργοδοτική αγριότητα, πρόκειται και για φασιστική συμπεριφορά μεταξύ εργαζομένων. Πρόκειται για την φοβική τυφλότητα της μίζερης ζωής, για τον ακρωτηριασμό της χειρονομημένης ωραιότητας των δαχτύλων. Εκείνων που, αιμορραγώντας ακατάσχετα, αφήνουν πίσω τους ματωμένα δακτυλικά αποτυπώματα στην ζωή των Άλλων. Μιλώ για τα δάχτυλα εκείνων που δείχνουν κρυπτόμενοι πίσω από το δάχτυλό τους. Μιλώ για τα δάχτυλα των ανίδεων στην χαρά, των αμέριμνων στη λύπη.
Άσχημα δάχτυλα. Παραμορφωμένα. Που δεν άναψαν ποτέ ένα κερί Εσπερινού υπέρ πεινώντων και διψώντων. Υπέρ ζώντων και τεθνεώτων. Υπέρ των αθώων, τότε ακριβώς που τους φορούν το ακάνθινο στεφάνι του ενόχου.
Στ' αλήθεια αγριεύτηκα διαβάζοντας, όχι τόσο για τις απολύσεις των οροθετικών ανθρώπων, όσο για την αγριότητα των εργαζομένων που νομιμοποίησε την αγριότητα της (πάντοτε πρόθυμης για απολύσεις) εργοδοσίας. Αγριεύτηκα από την θανατηφόρο κακοήθη υγεία του εξανδραποδισμού.
Κι όταν αγριεύομαι, σχεδόν αυτοματικά, κοιτάζω πάντοτε τα χέρια μου, θυμάμαι την γιαγιά μου την Εριφύλη κι αναρωτιέμαι: άραγε έχω ωραία δάχτυλα; Και φοβάμαι να απαντήσω. Γιατί είναι μεγάλος ο αγώνας για την ομορφιά. Μπορεί και άνισος...