Τα χάρτινα καραβάκια

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 04.09.21 ]

Είχε μάθει από μικρός να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια. Όσο πιο μικροσκοπικά τα κατάφερνε, πράγμα που φάνταζε ακατόρθωτο για τα μεγάλα δάχτυλά του, δυο μέτρα άντρας, τόσο πιο περήφανος ένιωθε. Και χαρούμενος σαν παιδί, το ίδιο παιδί που έτρεξε σε νησιώτικα σοκάκια.

Συνέχισε να φτιάχνει τα καραβάκια του σε τόπους και χώρες εξορίας, σε φυλακές και κελιά, περιμένοντας το ραντεβού με το εκτελεστικό απόσπασμα και σε καφενεία χωριών, δουλεύοντας ασταμάτητα.

Τα καραβάκια έγιναν στόλος ολόκληρος, χάρτινος στόλος, φορτώθηκαν νότες πλάγιου βυζαντινού ήχου, πενιές μπουζουκιού, ορχηστρικά ακούσματα, φορτώθηκαν στίχους ποιητών, έφτασαν μέχρι τη Χιλή και γέμισαν τα χάρτινα αμπάρια τους με αλάτι της Παταγονίας, έδωσαν χαιρετίσματα στον Μπολιβάρ και στον Νερούντα, ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο σε στεριές και θάλασσες. Δε βούλιαξαν ποτέ.

Κάποτε κάποιοι ορκίζονταν πως τα είδαν να γίνονται υπερωκεάνια αβύθιστα, ποντοπόρα πλοία αδάμαστα από θάλασσες.

Κάποτε κάποιοι είπαν πως ταξίδεψαν με τα χάρτινα καράβια αυτά, σε δρόμους και πορείες τα κουβάλησαν στους ώμους τους γιατί δε βάραιναν, όχι, αντίθετα τους έκαναν να νιώθουν ψηλότεροι.

Κι άλλοι πάλι ορκίζονται ακόμη και σήμερα πως δεν ήταν χάρτινα καραβάκια μα χάρτινα φτερά που ταίριαξαν στις πλάτες τους για να μάθουν να πετούν ψηλά, σαν αετοί, και καμιά φορά πετούν ξανά κι ας έπεσαν πολλές φορές.

 Και κάποιοι ορκίζονται πως μέσα είδαν να χωράνε μανάδες που θρηνούσαν τα παιδιά τους, αντάρτες με τα όπλα της ήττας στο χέρι σα φυλαχτά, μάρμαρα, ελάφια και ήλιοι, μυρσίνες και κυκλάμινα, έρωτες και αγάπες πρωτόγνωρες.

 Όλοι, μα όλοι, ξέρουν πως τέτοια χάρτινα καραβάκια στροβιλίζονται στον ωκεανό της αθανασίας.

 

 

*Επιμέλεια: Νινέτα Πλυτά