Στην προβιομηχανική Ελλάδα, το κύριο δομικό υλικό ήταν η πέτρα και ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους περισσότερο της ηπειρωτικής και λιγότερο της νησιωτικής υπαίθρου ήταν η ασφαλής διέλευση των οδοιπόρων και των μεταφορικών μέσων τους πάνω από ποτάμια, ρέματα και χείμαρρους. Μέχρι τον 20ο αιώνα, το μόνο εφικτό αλλά λειτουργικό τεχνικό έργο που μπορούσε να κατασκευάσει ο ασπούδαστος μάστορας της εποχής εκείνης για να δώσει τη λύση στο συγκοινωνιακό πρόβλημα που απασχολούσε όχι μόνο τον ίδιο αλλά όλους ανεξαιρέτως τους συντοπίτες του ήταν ένα πέτρινο γεφύρι, μονότοξο όπως της Κόνιτσας ή πολύτοξο όπως της Άρτας.
Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια συνήθως είναι χτισμένα σε μια ιδιαίτερη αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δυσπρόσιτη θέση. Εξαιτίας της δυσπρόσιτης θέσης τους αλλά και της έντονης αστυφιλίας που καταδυναστεύει την ελληνική ύπαιθρο τις περισσότερες φορές τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του άμεσου περιβάλλοντος των Ελλήνων και οι γνώσεις τους σχετικά με αυτά είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτά αλλά δυστυχώς αγνοούμε ακόμα και την ύπαρξη τους. Έτσι πάρα πολλά έχουν περιέλθει σε αχρηστία και αναπόφευκτα έχουν γίνει βορά στη φθοροποιό δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου. Κύριο μέλημα των αιρετών εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης, άλλων Δημοσίων Υπηρεσιών αλλά και κυβερνητικών και μη οργανισμών που ασχολούνται με την πολιτιστική και την τουριστική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος της χώρας μας θα έπρεπε να είναι η ακριβής καταγραφή, η διεπιστημονική μελέτη, η συντήρηση- επισκευή, η προστασία και τέλος η ανάδειξη των πέτρινων τοξωτών γεφυριών ως μοναδικά δείγματα της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας. Τις τραγικές επιπτώσεις της αδιαφορίας του κράτους και όλων των τοπικών αρχών και επιστημονικών φορέων απέναντι στα γεφύρια ζούμε τούτες τις μέρες με την κατάρρευση-καταστροφή του μονότοξου γεφυριού της Πλάκας, την Κυριακή 1ηΦεβρουαρίου. Χρόνια ολόκληρα οι κάτοικοι της περιοχής, των Τζουμέρκων, φώναζαν για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το γεφύρι της Πλάκας όμως όλοι οι τοπικοί άρχοντες αδιαφόρησαν εντελώς για το πρόβλημα θεωρώντας ήσσονος σημασίας το γεφύρι, την περιοχή, τους κατοίκους, την παράδοση,την ιστορία γενικότερα. Όμως η απόλυτη εγκατάλειψη -από τους ασκούντες εξουσία- αυτών των σπάνιων πολιτιστικών μας θησαυρών οδηγεί και πολλά άλλα γεφύρια της Ηπείρου -και όχι μόνο- στην μοιραία κατάληξη-κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας καθώς το πέρασμα του χρόνου αφήνει φανερά πάνω τους τα φθοροποιά του σημάδια.
Καθώς τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Ηπείρου ήταν προϊόντα της διαρκούς αλληλεπίδρασης της καλλιτεχνικής έμπνευσης του ανθρώπου με την ανέγγιχτη ομορφιά της μητέρας φύσης, σήμερα αποτελούν ένα θέμα που μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών και να γίνει αντικείμενο διεπιστημονικής μελέτης. Η απόλυτη ένταξη των γεφυριών στο φυσικό περιβάλλον, οδήγησαν τον πρωτοπόρο μελετητή τους κ. Σπύρο Μαντά (1984) να δηλώσει ότι οι άνθρωποι για να καλύψουν μια επιτακτική ανάγκη τους (αυτήν της επικοινωνίας) αναγκάστηκαν να προεκτείνουν την ίδια τη φύση, χτίζοντας αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον φυσικό τοπίο. Αυτοί οι αυτοδίδακτοι λαϊκοί αρχιτέκτονες εμπνέονταν από τη ρήση ότι ο πρώτος γεφυροποιός είναι η ίδια η φύση και έτσι ακολουθούσαν τους κανόνες που η ίδια η φύση υπαγόρευε και γενικά φρόντιζαν να μην προσβάλλουν αισθητικά το φυσικό τοπίο με τις κατασκευές τους. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν μόνο ντόπιες πέτρες και άλλα φυσικά δομικά υλικά, όπως ξύλο, χώμα και νερό. Είχαν εμπειρικές γνώσεις σχετικά με την ποιότητα, την αντοχή, την οικονομία, την ανακύκλωση, την επαναχρησιμοποίηση αλλά και την αισθητική των δομικών υλικών, προσδίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο έναν ιδιαίτερα οικολογικό χαρακτήρα στις κατασκευές τους. Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια:
• έχουν μεγάλη γεωγραφική διασπορά, αφού αυτά βρίσκονται διάσπαρτα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, με έμφαση στις ηπειρωτικές περιοχές, λόγω του έντονου φυσικού ανάγλυφου. • βρίσκονται σε κομβικά σημεία και συχνά πάνω στη χάραξη αρχαίων και μεταγενέστερων δρόμων και άλλων υπερτοπικών διαδρομών. • είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την τοπική και την εθνική ιστορία, αφού πολλές φορές αποτέλεσαν πεδίο μάχης (γέφυρα Κοράκου στην επανάσταση του 1866, κ.ά.), αντικείμενο δολιοφθοράς (η γέφυρα στους Αγιούς, στη Μέρτζανη και η Μεσογέφυρα στα Ιωαννίνα ανατινάχθηκαν στις 28-10-1940, του Πασά στα Γρεβενά στις 14-4-1941, του Κοράκου στις 28-3- 1949 κ.ά.), χώρος συναντήσεων με ειρηνευτικούς σκοπούς (στη γέφυρα της Πλάκας υπογράφηκε η ανακωχή μεταξύ του Ε.Λ.Α.Σ. και του Ε.Δ.Ε.Σ. στις 29-2-1944), ακόμα και συνοριακό ορόσημο (το γεφύρι της Άρτας ήταν η επίσημη συνοριακή διάβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από το 1881 έως το 1913). • είναι ιδιαίτερα σημαντικά επιτεύγματα και συγχρόνως αντιπροσωπευτικά δείγ- ματα της Ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, αφού τα περισσότερα απ’ αυτά είναι έργα ανώνυμων και ασπούδαστων μαστόρων. • είναι πηγή πληθωρικού λαογραφικού υλικού, που περιλαμβάνει δημοτικά τραγούδια, θρύλους, παροιμίες, έθιμα, δοξασίες κ.ά. που χρήζουν επιστημονικής έρευνας. • αποτελούσαν το κυριότερο συγκοινωνιακό τεχνικό έργο στην Ελλάδα μέχρι τον 20ο αιώνα. • συχνά ανακηρύσσονται διατηρητέα μνημεία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της χώρας μας αλλά δυστυχώς δεν τυγχάνουν της ανάλογης πολιτειακής φροντίδας μετέπειτα. • είναι ίσως η καλύτερη «χρονομηχανή» που σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και σου αποκαλύπτει πτυχές της καθημερινής ζωής τόσο των εμπειροτεχνών μαστόρων που τα έχτισαν όσο και του πλήθους των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούσαν για αιώνες. • είχαν ιδιαίτερη αξία στο παρελθόν και πλαισίωναν κάθε οικισμό, ιδιαίτερα τους ορεινούς. • στέκουν αχρησιμοποίητα ή μισογκρεμισμένα στο παρόν. • θα κινδυνεύουν διαρκώς με κατάρρευση στο μέλλον από τις ανθρώπινες δραστηριότητες (οδοποιία, κατασκευή τεχνητών λιμνών, αναζήτηση κρυμμένων θησαυρών, μπαζώματα, επιχώσεις, κ.ά.) και κυρίως από την έλλειψη συντήρησης. • πρέπει να αξιοποιηθούν τουριστικά με γνώμονα την αειφορική ανάπτυξη της γύρω περιοχής. • δεν αξίζουν μόνο την επιφανειακή ματιά του διερχόμενου ταξιδιώτη. Προσωπικά, θεωρώ ότι το κυριότερο κριτήριο που θα έπρεπε να οδηγεί κάθε ένα να επιλέξει τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια ως αντικείμενο μελέτης είναι το εξής γεγονός: το πλήθος των εμπειριών και των γνώσεων που σχετίζονται με την κατασκευή των γεφυριών (π.χ. λέξεις σχετικές με τα γεφύρια, τους μαστόρους, τη συνθηματική γλώσσα τους, τα εργαλεία τους κ.ά.) και αποκτήθηκαν με την πάροδο αιώνων, όχι μόνο δεν θα το μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές αλλά θα το απολέσουμε σταδιακά μέσα σε λίγες δεκαετίες.
«Και αν δεν κερδίσουμεν χρήματα, τουλάχιστον είδαμε κόσμον…»: Οι μάστορες της πέτρας που υπηρετούσαν τη λαϊκή αρχιτεκτονική, ήταν άνθρωποι απλοϊκοί, χωρίς επιστημονικές γνώσεις, οι οποίοι όμως είχαν την ευφυΐα και κατόρθωναν να επιλύουν δύσκολα στατικά προβλήματα, για τα οποία σήμερα θα χρειαζόταν εδική επιστημονική μελέτη. Οι πρωτομάστορες, όπως ονομάζονταν οι λαϊκοί εκείνοι αρχιτέκτονες, εκτός από τις πρακτικές ανάγκες που εξυπηρετούσαν με το χτίσιμο διαφόρων οικοδομημάτων, εξυπηρετούσαν και την αισθητική. Είχαν έμφυτη την αρμονία και το μέτρο, όπως κάθε καλλιτέχνης. Σέβονταν και υπολόγιζαν πάντα τη φύση. Είχαν σαν μέτρο τον άνθρωπο. Στην περίπτωση μάλιστα των γεφυριών, συμπλήρωναν την ομορφιά του τοπίου με το δικό τους δημιούργημα. Γι’ αυτό, παρατηρούμε να μην είναι κανένα γεφύρι όμοιο με άλλο. Ακόμη και τα πιο μικρά έχουν καθένα τις ιδιαιτερότητες τους που τα καθιστούν μοναδικά, έτσι καθώς είναι ενταγμένα με σεβασμό το καθένα στο περιβάλλον του. Η καταγωγή αυτών των φημισμένων μαστόρων της πέτρας ήταν από συγκεκριμένες περιοχές κυρίως της ηπειρωτικής και λιγότερο της νησιωτικής Ελλάδας:
1. τα μαστοροχώρια γύρω από το όρος Γράμμος και τον ποταμό Σαραντάπορο: Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Χιονιάδες, Πύργος (=Στράτσιανη), Καστάνιανη, Δροσοπηγή (=Κάντσικο), Πλαγιά (=Ζέρμα), Ασημοχώρι, Κεράσοβο, Μόλιστα, Γαναδιό, κ.ά.
2. τα μαστοροχώρια των Τζουμέρκων: Πράμαντα, Άγναντα, Ραφταναίοι και τα Χουλιαροχώρια: Χουλιαράδες, Μιχαλίτσι, Βεσταβέτσι κ.ά. στα νότια των Ιωαννίνων.
3. τα μαστοροχώρια της Δυτ. Μακεδονίας στην επαρχία Βοΐου Κοζάνης: Πεντάλοφος (=Ζουπάνι), Βυθός, Αυγερινός και στα δυτικά του Ν. Γρεβενών: το Δίλοφο, το Δασύλλιο, η Καλλονή, ο Άγιος Κοσμάς, κ.ά. Η αξία της τέχνης τους και ο θαυμασμός για τα πέτρινα κομψοτεχνήματα σύντομα πέρασαν έξω απ’ τα όρια της Βαλκανικής και γι’ αυτό συναντάμε Έλληνες μάστο ρες της πέτρας στα παράλια της Τουρκίας, στην Κωνσταντινούπολη, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην Περσία, στην Αίγυπτο, στο Σουδάν, στην Αιθιοπία, στο Κονγκό και στις Η.Π.Α. «Τα μπουλούκια των μαστόρων εκείνα τα χρόνια, κοντά στο 1935, είχαν λιγοστέψει. Είχε σπάσει το παλιό, δεν έβγαζαν λεφτά. Λιγόστεψαν και οι καλοί πελεκάνοι. Σα να πούμε, στέρεψε η πηγή. Από κει κι ύστερα κανένας δεν έμαθε πελέκημα. Μόνο μπετά και καλούπια ξέρουν οι καινούριοι μάστοροι. Στα χαμένα, δεν είναι τέχνη τα τσιμέντα. Τότε που λες, και με το Μεταξά ύστερα, χάλασαν τα μπουλούκια, χάλασε και η τέχνη κι άρχισε ο καθένας να δουλεύει για πάρτη του» (Αφήγηση του μάστορα Τάκη Γκουντή, 1974, Περιοδικό Αρμολόϊ). Πράγματι, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μπουλούκια των μαστόρων έπαψαν να υπάρχουν. Έτσι, Ο πρωτομάστορας εξελίχθηκε τις περισσότερες φορές σε εργολάβο οικοδομικών εργασιών, που αναλαμβάνει την εκτέλεση οικοδομικών έργων για λογαριασμό του. Οι μαστόροι από συνεταίροι που ήταν στο μπουλούκι έγιναν μισθωτοί εργάτες, οικοδόμοι. Μ’ άλλα λόγια έχουν ενταχθεί στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας.
«Η Ήπειρος είναι ένας μυστήριος τόπος. Οι λίμνες της τους χειμώνες παγώνουν και μπορείς να τις περπατήσεις. Άλλες έχουν δράκους, άλλες έχουν φαντάσματα γυναικών. Τα παλιά της κάστρα, πριν γίνουν πέτρα, ήταν πολεμιστές ψηλοί σαν βράχοι. Τα πλατάνια της είναι γιαγιάδες που λένε παραμύθια. Και τα γεφύρια της είναι χούφτες καλόκαρδων γιγάντων, αιώνια απλωμένες, φιλικές, να σε βοηθούν να περνάς. Δεν ξέρω πού να περνάς. Από το ένα χωριό στο άλλο, από τον ένα θρύλο στον επόμενο, από το μοιρολόι σε έναν ακόμα λυγμό.
Μεγαλώνοντας, μάθαμε όλα τα γεφύρια κι όλα τα ποτάμια. Δεθήκαμε με τον τόπο, με μια αγάπη αλλόκοτη, αφού δεν είχε όνομα, ούτε ταυτότητα παρά μονάχα μυρωδιά, ήχο, χρώμα. Ξέρετε, μαθαίνεις να πατάς στην ίδια κι απαράλλαχτη πέτρα που πάτησε κι ο προπάππους σου μπουσουλώντας, για να μην γλιστρήσει και πέσει…..»