Τα καρυδότσουφλα

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / / 08.03.21 ]

Φοβάται μη και χτυπήσει τα χέρια του. Κάθε φορά που ξαστοχά βγάζει και μια πνιχτή ιαχή. Φοβάται όχι γιατί ο πόνος είναι μεγάλος αλλά γιατί νομίζει πως οι άλλοι θα γυρίσουν να τον δουν. Βέβαια δεν τον βλέπουν και δε θέλει να τον βλέπουν. Είναι απασχολημένοι στο παιχνίδι τους. Τους έχει συνεπάρει όλους. Ρίχνει κλεφτές ματιές. Όλο βλακείες κάνει όταν πλησιάζει στο τέρμα το Βασίλης. Ο Αναστάσης δεν έχει καλό αριστερό. Ο Παναγιώτης χάνει όλες τις ευκαιρίες. Θα έπρεπε να παίζει επίθεση ο Αρτέμης. «Άουτς!» αυτή ήταν δυνατή. Χτύπησε με την πέτρα το δάχτυλό του αλλά πιο πολύ αυτή τη φορά. Δεν τον άκουσαν. Ευτυχώς. Δεν ξέρει γιατί, αλλά κάθε φορά που χτυπάει ένα δάχτυλο του τού βγαίνει και ένα χαμόγελο. Φοβάται μήπως τον καταλάβουν οι άλλοι, όμως έμαθε να χαμογελάει λες και το ευχαριστιέται. Σίγουρα τον συνήθισε τον πόνο και αυτό τον κάνει να νιώθει δυνατός. Γι’ αυτό και δοκιμάζει όλο και πιο δυνατά χτυπήματα τόσο που τα χέρια του γέμισαν πληγές.

Αφήνει τα καρυδότσουφλα, αφού τα καθαρίσει καλά καλά από τον καρπό, ανάποδα να επιπλέουν πάνω στο νερό. Κάποτε φτιάχνει και συστάδες ολόκληρες, λες και είναι πλοία έτοιμα για ναυμαχία. Όταν δεν κινούνται, τα βουλιάζει ο ίδιος. Τι να τα κάνει τα ακίνητα; Μπορεί να τα βουλιάζει χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτός αποφασίζει πλέον. Εδώ γίνεται πόλεμος και αυτά μένουν ασάλευτα. Αν είναι δυνατό;

Κάθε απόγευμα έρχεται την ίδια ώρα με τους υπόλοιπους. Γύρω στις τέσσερις κι ας είναι καλοκαίρι, κι ας του φωνάζει η μάνα του πως δεν είναι καλή ώρα. Τότε βγαίνουν όλοι τους. Υπάρχει σταθερό ραντεβού και σημείο συνάντησης. Οι ομάδες τους είναι χωρισμένες και σπάνια αλλάζει κάτι στη σύνθεση. Αρχικά λέγανε ότι πάνε κατά ύψος, μετά κατά ηλικία, μετά κατά ….. Σε κανένα μοίρασμα δεν έμπαινε μέσα και έτσι καθόταν στην άκρη. Το ήξερε πως ούτε σουτ είχε καλό ούτε έτρεχε γρήγορα. Σιγά σιγά άρχισε να βγαίνει προς τα έξω. Εξερευνούσε τη λίμνη. Βρήκε ένα σημείο ούτε πολύ μακριά ούτε και δίπλα, τόσο που να τους ακούει ίσα ίσα. Δεν τον έψαχναν και οι άλλοι και όσο οι φωνές τους ακούγονταν πάνω στο παιχνίδι νόμιζε κι εκείνος πως ήταν κάπου εκεί μαζί τους.

Το παιχνίδι με τα καρυδότσουφλα του φάνηκε αστείο στην αρχή. Δε φανταζόταν ότι θα επέπλεαν. Έμενε ώρες εκεί, μέχρι να λήξει ο αγώνας. Σουρούπωνε και έφευγε μαζί με τους άλλους. Μόνο που ποτέ δεν ήταν δίπλα τους. Ήταν εκεί παραδίπλα, όπως πάντα. Τους άκουγε που σχολίαζαν με έπαρση και ένταση όλα τους τα κατορθώματα, μάλωναν και καμιά φορά έπεφτε και καμιά ψιλή. Σιγά σιγά άρχισε να μένει πέντε έξι μέτρα παραπίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν τον έψαχναν. Ήταν και που ο ίδιος δεν μπορούσε να φωνάξει τόσο πολύ. Στο σπίτι του το είχε δοκιμάσει μια φορά που έλειπαν όλοι: φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τίποτα το ιδιαίτερο. Το ήξερε πως η φωνή του ακουγόταν τελείως παιδική. Οι άλλοι είχαν μια αγριοφωνάρα απίστευτη. Να τους άκουγε κανείς στο παιχνίδι πάνω θα καταλάβαινε.

Μόλις έφταναν στο χωριό, χαιρετιούνταν και ο καθένας πήγαινε βράδυ πια σπίτι του. Δεν τον πείραζε που αυτόν δεν τον χαιρετούσαν προσωπικά κι ας έλεγε τις δικές του «καληνύχτες» με την πιο πνιχτή φωνή που είχε. Ο Γιώργος, ένας από τα παιδιά του άλλου τμήματος στο σχολείο, έμενε δύο σπίτια παραπέρα από το δικό του. Στην αρχή πήγαιναν μαζί και όλο και άλλαζαν και καμιά κουβέντα. Τώρα τελευταία ο Γιώργος έλεγε, όμως, ότι βιάζεται - τον μαλώνει η μάνα του που αργεί - και φεύγει σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι του. Δεν τον πειράζει, γιατί κρατάει ένα καρυδότσουφλο στη τσέπη του, αυτό που θεώρησε το καλύτερο «πλεούμενο» της μέρας και σχεδόν μιλάει σε αυτό. Ξεχνιέται έτσι και βγάζει τη σκέψη του φόβου που είναι μόνος του στο δρόμο.

Η μάνα του τον περιμένει ρίχνοντας κλεφτές ματιές από το παράθυρο της κουζίνας. Ρωτάει τα ίδια πάντα, δίνει τις ίδιες εντολές, ανησυχεί για τα ίδια πράγματα. Αυτός τρέχει κάθε φορά και κρύβει τα «επίλεκτα» καρυδότσουφλά του σε ένα συρτάρι του. Έχει κάνει έναν ολόκληρο στόλο. Καμιά φορά τα βγάζει και παίζει με αυτά και τις νύχτες. Ξέρει ότι η μάνα του τα έχει δει, αλλά δεν του τα παίρνει. Τον αφήνει να παίζει και ούτε που τον ρωτάει τι τα κάνει.

Όλες οι μέρες είναι ίδιες. Μόνο που σήμερα δεν ξέρει γιατί, αλλά κουβαλάει έναν ακόμη φόβο. Είχαν τελικό αγώνα. Το είχαν οργανώσει εδώ και μέρες. Μέχρι και διαιτητή έβαλαν κανονικό έναν από τους μεγάλους που πάνε λύκειο. Κουβαλήθηκαν καμιά δεκαριά από αυτούς και φώναζαν πάρα πολύ δυνατά και γελούσαν και τους πείραζαν. Ήταν τα μεγάλα αδέρφια τους, φίλοι των αδελφών τους και άλλοι. Ένας από αυτούς ήταν που τον τρόμαξε. Έψαχνε μια ανοιχτωσιά για να κατουρήσει και τότε τον είδε από μακριά να παίζει μόνος του με τα καρυδότσουφλά του. Τον πλησίασε. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε. Στην αρχή φοβήθηκε πολύ. Μετά δεν κατάλαβε και συνέχισε το παιχνίδι του. Όσο του μιλούσε ο μεγάλος –δεν καταλάβαινε τι ήθελε και τι του έλεγε – τόσο θύμωνε και φοβόταν γιατί τα καρυδότσουφλά του δεν υπάκουαν καθόλου. Δεν έφευγε και όλο και πλησίαζε. Δεν καταλάβαινε τι ήθελε. Σε κάποια στιγμή κουράστηκε να προσπαθεί να βάλει τα καρυδότσουφλα σε τάξη. Δεν υπάκουαν. Ήταν μια μέρα κακή. Πολύ κακή. Οι αγριοφωνάρες των άλλων τον ενοχλούσαν πιο πολύ. Δεν ήθελε να μείνει άλλο εκεί. Ήθελε να φύγει. Έδωσε μια σπρωξιά γερή αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να διαλύσει όλο τον στόλο με τα καρυδότσουφλά του. Χάθηκαν όλα. Βούλιαξαν χωρίς να μείνει ούτε ένα στο χέρι του. Έλεγε να ζητήσει βοήθεια, αλλά ποιος θα τον καταλάβαινε; Σιγά, τι ήταν; Ένα παιχνιδάκι ενός πιτσιρικά που έπαιζε στην όχθη μιας λίμνης μακριά από τα υπόλοιπα παιδιά, τόσο μακριά που ήξεραν όλοι τι παράξενος που ήταν, τι μονόχνοτος και παράξενος.

Σε λίγο όλα είχαν τελειώσει. Ο διαιτητής σφύριξε λήξη και οι ζητωκραυγές των νικητών μπερδεύτηκαν με τα γιουχαΐσματα των νικημένων. Τώρα όλοι, μικροί και μεγάλοι θριαμβευτικά χόρευαν και πηδούσαν από τη χαρά και την ένταση του αγώνα. Πήραν τον δρόμο για τα σπίτια τους, όπως κάθε μέρα. Για εκείνον, όμως, δεν ήταν ίδια η μέρα εκείνη. Τον ενοχλούσαν πολύ οι φωνές τους και δεν έφταιγε που η ένταση ήταν μεγαλύτερη, κι ας ήταν ο τελικός. Μα ήταν ο τελικός! Ο τελευταίος και σημαντικότερος αγώνας, ένας αγώνας που μετά από αυτόν κάποιοι κέρδισαν και κάποιοι έχασαν. Τον ενοχλούσαν όλα. Ήξερε ότι δε θα ξαναπήγαινε μαζί τους. Δεν έπαιζε, άλλωστε, και ούτε και εκείνοι έπαιζαν μαζί του. Δεν ήταν μόνο που φοβήθηκε, ήταν που κατάλαβε πως δεν είχε φίλους. Τον πείραξε μόνο ένα πράγμα. Που φεύγοντας βιαστικά δεν πρόλαβε να πάρει ένα ακόμη … το τελευταίο καρυδότσουφλο.