Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1921. Από μικρή εξελίσσεται σε ένα αντισυμβατικό παιδί. Διαβάζει όλες τις εφημερίδες που φέρνει ο πατέρας της σπίτι, ψέλνει στην εκκλησία του θείου της στο Σχηματάρι και παίζει με τα αγόρια στις αλάνες. Παιδί ακόμα θα ζητήσει από τον πατέρα της να την πάει σινεμά να δει την «Προσφυγοπούλα» με την Βέμπο, στην οποία η Σωτηρία ήθελε από μικρή να μοιάσει. Δυστυχώς ο αντισυμβατισμός της Σωτηρίας θα την φέρει σε ρήξη με την οικογένειά της στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας. Η Σωτηρία θα γνωριστεί με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα στο μαγαζί του πατέρα της, τον Βαγγέλη Τριμούρα. Παρά τις οικογενειακές ενστάσεις, η άπειρη ακόμα Σωτηρία, θα τον παντρευτεί στα 17 της. Ο σύζυγός της ήταν μέθυσος και τη χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε. Η Μπέλλου όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε, κατά τη διάρκεια ενός καυγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή. Η αρχική ποινή ήταν 3 χρόνια φυλάκιση, αλλά τελικά έμεινε κρατούμενη έξι μήνες. Η φυλακή όμως τη στιγμάτισε για πάντα. Επέστρεψε στο σπίτι της, αλλά πλέον ήταν δακτυλοδεικτούμενη τόσο από την οικογένειά της, όσο και από την τοπική κοινωνία. Γι’ αυτό φεύγει στην Αθήνα.
Στην Αθήνα της κατοχής, η Σωτηρία Μπέλλου, οργανώνεται στο ΕΑΜ. Πηγαίνει μηνύματα σε γιάφκες, συμμετέχει σε συσσίτια αλλά και σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Το 1943, η Σωτηρία θα συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Καισαριανή, καθ’ υπόδειξη ενός ντόπιου καταδότη. Την μεταφέρουν στην Μέρλιν και την βασανίζουν για τρεις μέρες. Ακολουθεί η φυλάκισή της μέχρι το 1944 όπου με την απελευθέρωση την αφήνουν ελεύθερη. Στα Δεκεμβριανά λαμβάνει μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή.
Μετά την κατοχή, η Μπέλλου τραγουδούσε με την κιθάρα της στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια, όπου την άκουσε ο Κίμων Καπετανάκης, συγγραφέας και φίλος του Βασίλη Τσιτσάνη. Η φωνή της τον εντυπωσίασε και της υποσχέθηκε να τη συστήσει στον συνθέτη, ο οποίος ήταν ήδη σημαντικό όνομα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Τσιτσάνης αντιλήφθηκε αμέσως το μεγάλο της ταλέντο. Σύντομα μπήκαν για ηχογράφηση, που εκείνη την εποχή για χιλιάδες τραγουδίστριες ήταν κάτι παραπάνω από όνειρο. Η Μπέλλου δεν πίστευε την τύχη της. Τον Μάιο του 1945 ηχογράφησαν δύο τραγούδια: «Το παιδί που είχες φίλο» και «Όταν πίνεις στην ταβέρνα».
Ο Τσιτσάνης, οι χίτες και η Νίνου
Με την έναρξη του εμφυλίου, η Σωτηρία Μπέλλου συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες και γνωρίζει έναν νέο κύκλο ξυλοδαρμών και βίας λόγω των φρονημάτων της. Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές και αριστερούς στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, στο καμπαρέ «Κιτ-Κατ». Αφήνεται ελεύθερη και πιάνει δουλειά στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» με τον Τσιτσάνη. Στο μαγαζί θα γνωρίσει και νέες περιπέτειες το 1946. Μια βραδιά μια παρέα από χίτες μπαίνουν στο μαγαζί και της ζητάνε να πει το «Του αετού ο γιός». Η Μπέλλου που δεν ανέχεται να σκύβει κεφάλι για κανέναν τους απαντά «Α πάενε ρε» και τότε οι χίτες της ορμάνε και την ξυλοφορτώνουν. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το περιστατικό. Ο τσακωμός με τον Τσιτσάνη μετά το περιστατικό αυτό ήταν ομηρικός και η συνεργασία τους διεκόπη. Ο Τσιτσάνης συνεργάστηκε με τη Μαρίκα Νίνου και η σχέση τους ήταν τόσο δεμένη, που η Μαρίκα μπορούσε να του επιβάλει με ποιες θα εμφανίζεται.
Η Νίνου απαίτησε να μην υπάρχουν πια στο σχήμα οι άλλες τραγουδίστριες, όπως η Μπέλλου και η περίφημη τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ. Από εκείνη τη στιγμή η Νίνου έγινε θανάσιμος εχθρός της Μπέλλου. Η εκρηκτική ρεμπέτισσα ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση. Συγκεκριμένα είπε πως αν έβρισκε μπροστά της τη Νίνου, θα την έσπαγε στο ξύλο. Όλοι ήξεραν το ταμπεραμέντο της Μπέλλου, αλλά κανείς δεν πίστεψε ότι θα έκανε πράξη την απειλή της.
Η Μπέλλου δέχτηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που την πληροφόρησε ότι η Μαρίκα Νίνου βρισκόταν στου Μάριου, που ήταν το καφενείο των μουσικών στην οδό Ίωνος (σήμερα λέγεται οδός Κοτοπούλη). Η Μπέλλου δεν έχασε καιρό και σε λίγα λεπτά εισέβαλλε σαν μαινόμενος ταύρος στο καφενείο και επιτέθηκε στη Νίνου.
Όσοι βρίσκονταν εκεί, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Μπέλλου χτύπησε τη Νίνου τόσο, που την έστειλε στο νοσοκομείο.
Η καριέρα της θα γνωρίσει μία κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε είναι που ξεκινά η εποχή φτώχειας για την τραγουδίστρια. Για να επιβιώσει πλένει σκάλες, ξεφορτώνει λεωφορεία και πουλά τσιγάρα με ένα καρότσι στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμάται σε βαγόνια και παγκάκια. Με τα λίγα της λεφτά αγοράζει παπούτσια και κουβέρτες. Τελικά θα καταφέρει να νοικιάσει μια μικρή κάμαρα στην οδό Αβάτων στο Περιστέρι.
Συνεργασία με έντεχνους συνθέτες
Συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.
Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε συνεργασίες με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.