Στο Ζαπορόζιε αδερφές μου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 26.03.19 ]

-Πού πας;

-Στο Ζαπορόζιε.

-Μακριά.

-Ναι. Μακριά. Μα εκεί θα πάω.

-Να κάνεις τι; Ο λόγος;

-Να πολεμήσω. Να πεθάνω σαν κοζάκος.

-Γι’ αυτό κι η σπάθα σου ακονισμένη;

-Γι’ αυτό.

-Γι’ αυτό και το κοντάρι σου ψηλά;

-Γι’ αυτό.

-Όμως, καημένε μου, κανείς δεν σου’ πε; Τίποτα εσύ δεν έμαθες; Ζαπορόζιε δεν υπάρχει. O τελευταίος των κοζάκων πέθανε. Του ’κοψαν το κεφάλι. Σ’ ένα παλούκι το ’μπηξαν και τ’ άφησαν στα όρνια.

-Φεύγα. Μη θες να δοκιμάσεις την οργή μου. Όσο εγώ είμαι ζωντανός, τίποτα δεν χάθηκε. Άκου καλά, το Ζαπορόζιε περιμένει. Εμένα περιμένει. Και μάθε πως κόκκινα θα βάψω τα νερά του Δνείπερου μ’ αίμα Τατάρων κι ύστερα με τον γλάρο μου την Πόλη θα κουρσέψω. Εκεί πάω.

 Αυτό του είπε τελευταίο. Και χώρισαν. Περπατούσαν δυο βήματα μπροστά μου. Δικά μου βήματα δυο. Δικά τους ένα. Έτσι που ήταν σαν αρκούδες, ψηλοί και μεγαλόσωμοι. Εγώ πίσω τους ακριβώς δεν έχανα λέξη. Όχι, δεν κρυφάκουγα. Δεν κρυφακούω εγώ. Αυτοί μιλούσαν δυνατά. Του ενός η φωνή βαθιά και άγρια. Και βέβαια δεν κρυφάκουγα. Πήγαινα απλά στον δρόμο μου. Έσφιγγα δυνατά την τσάντα μου. Πρέπει κανείς πάντα να προσέχει σ’ αυτή την πόλη. Έχουν τα πράγματα αγριέψει. Επικίνδυνα. Έσφιγγα μόνο δυνατά την τσάντα μου και μ’ έσφιγγε το γκρίζο μου ταγέρ, αυτό που η φούστα πέφτει λίγο κάτω από το γόνατο και το φορώ με το φιμέ καλσόν και τα μαύρα τακουνάκια μου κάθε Παρασκευή απόγευμα που πηγαίνω στους Χαιρετισμούς. Τα μαλλιά σ’ έναν κότσο αυστηρό στη βάση του λαιμού, πάνω από το άσπρο γιακαδάκι μου, το κολλαρισμένο με επιμέλεια. Καλά που το σακάκι κρύβει τον ιδρώτα στις μασχάλες. Δεν κάνει ζέστη. Είναι νωρίς ακόμα. Πάντως το βράδυ να το πλύνω τ’ άσπρο μου  πουκάμισο, να στεγνώσει, να φρεσκαριστεί και να το σιδερώσω. Κολλάρισμα στο γιακαδάκι, την Κυριακή να λάμπει. Να μου χαθούνε. Με τρόμαξαν λιγάκι. Άκου Ζαπορόζιε. Να το γκουγκλάρω σαν γυρίσω σπίτι. Μήπως να το σημείωνα μην το ξεχάσω. Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Ανοησίες! Κι όμως ο ένας απ’ τους δυο έδειχνε να πιστεύει όσα έλεγε. Περπατούσε και το κορμί του δονούνταν σαν από μια παράξενη εσωτερική ορμή. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Με τάραξε ο άθλιος. Να βιαστώ. Να βιαστώ.

Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων·

χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.

 Χαλαρώνω το χέρι στην τσάντα. Ανοίγω το φερμουάρ. Ψάχνω το πορτοφολάκι μου. Έχω ένα ειδικά για κέρματα. Πενήντα λεπτά στο παγκάρι. Παίρνω το κεράκι μου. Το πορτοφολάκι πίσω στην τσάντα. Κλείνω και το φερμουάρ. Το μανουάλι δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Με κοιτά μ’ εκείνη την αιώνια θλίψη. Της την ανταποδίδω ευγενικά. Τρεις μετάνοιες. Άναμμα του κεριού. Βύθισμα στην άμμο. «Άστο να κάψει λίγο», ψιθυρίζω στον νεωκόρο που την ίδια ώρα αρμαθιάζει μερικά κεριά και τα βουτάει στο νερό κι ύστερα τα πετά σβησμένα δίπλα σε ένα ειδικό δοχείο. Μου γνέφει εντάξει, δίχως να μιλήσει. Πιάνω το στασίδι μου. Έχει πολλά ελεύθερα. Δεν έχει τόσο κόσμο. Μη λυπάσαι, μάλλον για πλάκα θα τα λέγαν όλα. Θα με κατάλαβαν για φοβιτσιάρα έτσι που έσφιγγα την τσάντα κι ήθελαν να με πειράξουν. Μη λυπάσαι κυρά μου. Να, κοίτα με. Εγώ δεν φοβάμαι. Μόνο που, έτσι όπως έβλεπα αυτόν τον ένα. Αυτόν που έμοιαζε να τα πιστεύει αυτά που έλεγε. Δεν ξέρω. Κάτι μ’ έπιασε. Μα τώρα είμαι καλά. Κι ο νεωκόρος θα τ’ αφήσει το κερί να κάψει λίγο ακόμα. Και να δεις ούτε κι εκείνος θα τα πίστευε τελικά όλα αυτά που έλεγε στον άλλο. Και σίγουρα θα μας αφήσουνε να κάνουμε Πάσχα. Θα τους αφήσουμε κι εμείς. Μη μου λυπάσαι μόνο. Ξαπόστασε κι εσύ και Χαίρε. Πάρε δυνάμεις, δεν θ’ αργήσει η ώρα που πρέπει να τον δούμε ν’ ανεβαίνει αργά τον Γολγοθά. Ζαπορόζιε… Θα μ’ έπαιρνε άραγε μαζί του; Κι αν μόνη μου για κει κινούσα; Ζαπορόζιε … μα ναι, γερνώ και λησμονώ. Αφού έχω πάει. Τώρα θυμάμαι. Στα χέρια μου ξεψύχησε ο τελευταίος κοζάκος.

Χαῖρε, ἀστραπή τάς ψυχάς καταλάμπουσα·

χαῖρε, ὡς βροντή τούς ἐχθρούς καταπλήττουσα.