«Σαν κόκκινο μπαλόνι που πετάει, ανάμεσα στου κόσμου τις βλαστήμιες»

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 01.08.18 ]

 «…αν κάτι με τρομάζει είναι τούτη η ασυναίσθητη μετακίνηση που έχει στο μεταξύ σημειωθεί. Από την κριτική στην εμπάθεια, από την εμπάθεια στην πολεμική και από την πολεμική στην τύφλωση. Όταν ο πολιτικός λόγος αρθρώνεται με χαρακτηρισμούς, όπως γουρούνι, υπόκοσμος, αλήτες, τσογλάνια, δολοφόνοι κτλ. κτλ. κτλ., τότε η κόκκινη γραμμή έχει παραβιαστεί οριστικά και αμετάκλητα.», σημειώνει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης στο σημείωμά του «Λεκτικός εμφύλιος». Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Θυμάμαι και παλιότερα τους «Κοπρίτες, ντιντήδες, λαπάδες, ντιλετάντιδες, νεναίκους, γραικύλους, κουραμπιέδες, λαμόγια…», ένα λόγο που συνιστά τον ορισμό του λαϊκισμού και της λεκτικής βίας, ένα λόγο πολωτικό, που προκαλεί ένα βραχυκύκλωμα κενότητας, μία έκρηξη φυγής από την πραγματική πολιτική και το «συγκεκριμένο»…

Ο λαϊκισμός – όπως έγραφε η Χάνα Άρεντ- είναι ο πολιτικός τρόπος του ομιλείν και πράττειν κάποιου στους δημόσιους χώρους χωρίς να σκέφτεται, να διαλογίζεται και να διαλέγεται, επιχειρηματολογώντας, αλλά απλώς συνθηματολογώντας, χρησιμοποιώντας εκφράσεις κλισέ, ευφημισμούς, παραμύθια και λέξεις που δεν έχουν ως στόχο το διάλογο αλλά τον πόλεμο και την ψυχολογική εξόντωση του αντιπάλου. Κανείς από τους χρήστες του λόγου αυτού δεν αναγνωρίζει τη σχετικότητα της δικής του αλήθειας, κανείς μες στην απολυτότητα της λεκτικής του βίας δεν αισθάνεται την ανάγκη να αποδώσει μια κάποια δικαιοσύνη στον αντίπαλο, αναγκαία προϋπόθεση για έναν μελλοντικό διάλογο, αναγκαίο όρο για τις δημοκρατικές συνθέσεις. Έτσι, μέσα από πομπώδεις βερμπαλισμούς, κλισέ και ατάκες ο κύριοι αυτοί γίνονται ενσαρκωτές του απόλυτου καλού, ενώ ο άλλος μεταβάλλεται σε απόλυτο κακό. Μέσω αυτής της τακτικής η βίαιη ρητορική επιχειρεί να τρομάξει, επισείοντας τα –πραγματικά ή επινοημένα- τρομοκρατικά, ψευδή ή βάρβαρα χαρακτηριστικά του άλλου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η πολιτική γίνεται μία μεταπολιτική, που δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, καθώς αποσκοπεί σε «μια τρομαγμένη σύμπραξη τρομαγμένων ανθρώπων».

Γενικά, στην μεταπολιτική ο φόβος είναι η κινητήρια αρχή: φόβος έναντι των πολιτικών αντιπάλων, τρόμος έναντι των βαρβάρων-μεταναστών, φόβος της εγκληματικότητας, ανασφάλεια λόγω της ανεργίας, φόβος του λουκέτου, τρόμος όλων έναντι όλων.

Η τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι οι «τόποι» όπου σκηνοθετείται ο περίφημος «δημιουργικός λαϊκισμός» κατά το ανάλογο της «δημιουργικής βίας». Εκεί εκτυλίσσεται το παραμύθι και τα λεγόμενα fake news, οι ευφημισμοί και τα συνθήματα αντί των επιχειρημάτων, και τέλος η κινδυνολογία.

Η επικράτηση αυτού του λόγου οδηγεί στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού με τη μορφή του «Εγωκράτους».

Αλλά η απάντηση στον λαϊκισμό, την μεταπολιτική και το Εγωκράτος, δεν μπορεί να γίνεται με όρους λαϊκισμού και μεταπολιτικής, δεν μπορεί να γίνεται με αντισυνθήματα και «τρολ», αλλά με μία πρόταση επανανακάλυψης και ανασυγκρότησης της δημοκρατίας. Η δημοκρατία οφείλει πιο αποφασιστικά να προσδιοριστεί ως τρόπος παραγωγής του κοινού βίου, βασιζόμενου στην εμπιστοσύνη, μέσα στην καθημερινότητα. Μια δημοκρατία που θα επαναορίσει το κοινωνικό συμβόλαιο και θα αναζητεί συνεχώς περισσότερη ισότητα.

Και όπως επισημαίνει η Mavromitrou Panagiota οφείλουμε να γίνουμε "Ξανά σαν κόκκινο μπαλόνι που πετάει, ανάμεσα στου κόσμου τις βλαστήμιες"...