Πώς σκότωσα την ΤΙΝΑ...
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 13.12.22 ](απόσπασμα)
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς λοιπόν. Τίτλος: ο Αόρατος Λεβιάθαν. Υπότιτλος: Δημοκρατία, δικαιοσύνη και ήθη στα χρόνια της κρίσης. Εκδόσεις: Πόλις. Σελίδες: 477 (δεν το λες και βιβλιαράκι!) Στο πρώτο αυτί πίνακας του συγγραφέα (εξαιρετικός) και βιογραφικό σημείωμα (κι αυτό εξαιρετικό). Πρώτη έκδοση: Φεβρουάριος 2020. Δεύτερη έκδοση: Ιούλιος 2020. Ημερομηνία εισαγωγής στη βιβλιοθήκη 12-12-2020. Ολοκαίνουργιο. Είμαι η πρώτη που το ζήτησα για να το βγάλω βόλτα έξω από τα βιβλιοθήκη, σαν να βγάζεις κρατούμενο με βραχιολάκι από το κελί του ένα πράμα. Το αποδεικνύει η ειδική καρτέλα που έχει κολλημένη στο πίσω μέρος. Εκεί έχουν βάλει τη σφραγίδα με την ημερομηνία επιστροφής. (Αν παρέλθει η dead line επιστροφής είσαι νεκρός. Εντάξει υπερβάλλω. Πρώτα σε παίρνουνε τηλέφωνο. Όχληση οφειλέτου). Ακούγεται ο ήχος του καινούργιου καθώς το ανοίγω. Αυτό το ιδιαίτερο το σύρσιμο (όχι, όχι τρίξιμο, σύρσιμο. Τρίξιμο ακούγεται στα σκελετωμένα που έμειναν χρόνια αδιάβαστα και αγκαλιάζονται στα ράφια με τα άλλα τα χιλιοφθαρμένα και τα πολυδιαβασμένα που ανοίγουν μαλακά στα χέρια σου δίχως αντίσταση καμιά κι είναι γεμάτα ίχνη και ηλιοσταγόνες όπως ένα που στη σελίδα 94 είχε γεμίσει ζωγραφιές κι αστέρια από τόσους αναγνώστες κι όταν στα χέρια μου είχε φτάσει είχε και δυο περίεργους σελιδοδείκτες αυτοσχέδιους που έμοιαζαν φτερά και πού να δεις πόσα ακόμα στις σελίδες 104-107. Κοίτα τώρα τι πάω και θυμάμαι! Επανέρχομαι…) το ιδιαίτερο το σύρσιμο λέω που ακούγεται στα φύλλα του καινούργιου του βιβλίου σαν σώμα που το ξυπνάς από τον ύπνο και τεντώνεται νωχελικά, αγουροξυπνημένο ακόμα και ανακλαρίζεται.
Βάζω καφέ και πέφτω με τα μούτρα στην ανάγνωση. Βιάζομαι, βλέπεις, να βάλω αυτό το τσεκ σε εκείνο το κουτάκι για να αρχίσω πάλι καταδύσεις στα παραμύθια μου. Και τρέχουν οι σελίδες σαν νεράκι και κυλάνε τα γραφόμενα και ρέουνε αβίαστα και είναι απόλαυση πραγματική οι υποσημειώσεις και οι παραπομπές εκτός των άλλων και σε κείμενα λογοτεχνικά και σε ποίηση και bonus το ξεσκόνισμα για τα λατινικά μου που έχουν πέσει εσχάτως σε αχρησία. Και θαυμάζω τη σκέψη του ανθρώπου αυτού και τις διαδρομές της προσπαθώ να ακολουθήσω και απορώ, γιατί εικάζω εύκολα το μέγεθος της αφοσίωσης που απαιτείται. Παίρνω και το τετράδιο κι αρχίζω να κρατάω σημειώσεις. (Γερνώ και λησμονώ, το έχω ξαναπεί). Κι αφού στο ράφι της βιβλιοθήκης του Δήμου θα επιστρέψει, αφού είναι δανεισμένο το ξαναείπα, πρέπει και να μπορώ να το ανακαλέσω αν τύχει και το νοσταλγήσω. Σκέφτομαι πως θα γούσταρα τρελά να τον είχα καθηγητή, να είχα πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του (πανηγύρι). Ή που θα με μάθαινε να σκέπτομαι ή που θα με έπνιγε. (πανηγύρι). Τι κρίμα. Ας είναι.
Αν περιμένεις τώρα να σου αναλύσω το βιβλίο γελιέσαι. Ξεκάθαρα, δεν είμαι σε θέση να το κάνω. Ούτε ξέρω ούτε μπορώ ούτε και θέλω στην τελική. Αλλά αν γελιέσαι εσύ, δεν φταίω εγώ. Οι εποχές που έκανα φρουτόκρεμες περάσανε.( Άσε που θυμάμαι και τον Μίλτο από την ταινία Στέλλα όταν γυρίζει –μια ανάσα από το στόμα της- και της απευθύνει την ερώτηση-ατάκα: και τρώει τα αχλάδια καθαρισμένα; Ναι, του απαντάει εκείνη, προκλητικά. Ε! τότε δεν σου κάνει της γυρίζει αυτός). Οπότε όποιος θέλει αχλάδια καθαρισμένα και αλεσμένα ας ψάξει αλλού. Εγώ υποσχέθηκα να σου πω πως σκότωσα την ΤΙΝΑ. Και θα το κάνω ευθύς αμέσως.
Για να σε βάλω λίγο στο βιβλίο (χωροταξικά και μόνο) σε καλώ να κάνουμε ένα άλμα στις σελίδες. Μέρος Γ’ με τίτλο: το δημοκρατικό Παράδοξο. Κεφάλαιο 8: Η δημοκρατία στην Ιστορία. Περιπέτειες μιας φορτισμένης ιδέας. Παράγραφος ζ: Η ύψιστη πανουργία της Ιστορίας. Σελ. 286, στίχος:12. Αυτό ήταν το σημείο συνάντησής μου με την ΤΙΝΑ. Αν ήταν να την περιγράψω εγώ δεν θα έλεγα παρά πως πρόκειται ασφαλώς για πολύ ζόρικη γκόμενα. Νταρντάνα. Αντρογυναίκα, όπως λένε και στο χωριό μου. Δεν είναι και ό,τι καλύτερο μπορεί να συναντήσει ένα σαμιαμίδι από την επαρχία στον δρόμο του προς την εκλογίκευση αυτού που καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά και αποκαλείται πραγματικότητα. Τι να σου λέω. Πρόσωπο τραβηγμένο από παντού. Η βλεφαρίδα αντίσκηνο βεβαίως. Μάτια διεσταλμένα. Μαλλιά της Μέδουσας. Αυτιά δεν είχε ή αν είχε δεν τα είδα. Το στόμα της αδύνατο να σου το περιγράψω εκτός αν σου αρκεί το πηγαδίσιο. Λαιμός με φλέβες φουσκωμένες, όλο ένταση. Στέρνο ευρύ με στήθια φουσκωμένα ασφυκτιούν μέσα στο ρούχο, το ίδιο και η κοιλιά, σωσίβιο έτοιμο να σκάσει. Μπράτσα γερά, χέρια τανάλιες. Μπούτια βαριά και γάμπες στιβαρές. Τα ‘χει στυλώσει στον δρόμο μου μπροστά. Κυματοθραύστης. Δεν περιγράφω άλλο. Θα σου πω μονάχα ότι ήρθε στο αυτί μου ο Ginsberg και τραγουδούσε «Φριχτή Παρουσία!», «Καταβρόχθισέ με ή πέθανε» (Φάε με ή ψόφα, θα το μετέφραζα εγώ, διόλου περίεργο που δεν θα διέπρεπα ως μεταφράστρια -άραγε ο Κωστής τον έστειλε;) Έβλεπα, όμως πως μου έκλεινε τον δρόμο αυτή η ΤΙΝΑ. Κι εγώ ήμουν αποφασισμένη να προχωρήσω παραπέρα. (Αυτό το κύμα που φουσκώνει διαρκώς παράφορο και δυνατό θα άντεχε μαζί της να τα βάλει;) Να βάλω αυτό το τσεκ στη λογική μου.
Αντιγράφω: «Από τη στιγμή που δεν φαίνεται πια να μπορεί να υπάρξει κανένας «άλλος» κόσμος, οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοσθούν σε αυτόν που υπάρχει πραγματικά. Ανατρέποντας συθέμελα την προμηθεϊκή αισιοδοξία του ανοιχτού διαφωτισμού, η λεγόμενη ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) εγκαινιάζει μια νέα φαντασιακή σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο.»
Όπα! Λέω για στάσου δεν είναι το λοιπόν αληθινή ετούτη η ΤΙΝΑ. Περί ακρωνυμίου πρόκειται. Ένα άθλιο σημαίνον κι από κάτω κραυγάζει η πλήρης απουσία, η ΕΛΛΕΙΨΗ σημαινομένου. Και πόσο βολικό η ονοματοδοσία να επιχειρήσει να της δώσει θηλυκότητας μορφή και σημασία. Κι έρχεται αυτό το ανύπαρκτο σημαινόμενο ως κατασκευασμένο σημαίνον να κάνει εγκαίνια στη φαντασιακή μου, λέει, σχέση με τον κόσμο. Κι εγώ το σαμιαμίδι από την επαρχία που φέρω μέσα ένα ακυβέρνητο και διαρκώς ογκούμενο κύμα, θα πρέπει να προσαρμοστώ σ’ αυτόν τον κόσμο που ενώ υπάρχει, λέει, πραγματικά, εγώ μαζί του πρέπει να’χω σχέση φαντασιακή (!). Τι είπες τώρα! Μα θα σου πω κι εγώ. Στο Λύκειο μου είχανε κολλήσει ρετσινιά. «Απροσάρμοστο» με λέγανε οι φίλοι και συμμαθητές (καλά κουμάσια όλοι μας) και πρέπει τώρα να τους δικαιώσω. (Μικρογραφία της κοινής γνώμης –τα κουμάσια όλοι μας- δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί λοιπόν η αυθεντία της). Αφού η ΤΙΝΑ έχασε κάθε προβολή στον χώρο του πραγματικού, κι έμεινε μια αυθαίρετη κατασκευή, ένα σημαίνον, μπορώ ευκόλως να τη διαμελίσω εις τα εξ ων συνετέθη.
ΤΙΝΑ λοιπόν, ξαπλώστε. Υπόσχομαι πως δεν θα νιώσετε ούτε τον ελάχιστο πόνο. Θα δείτε, καλή μου. Είναι απλό. Είστε ένα ακρωνύμιο. Θα δείτε πόσο πιο ωραία θα αισθάνεστε όταν θα έχω τελειώσει μαζί σας. Μια αναδιάταξη χρειάζεται. Μετακινούμε το Ν δύο θέσεις αριστερά και τοποθετούμε το Α, με μια κίνηση επίσης αριστερά, στη θέση του κενού (ποτέ δεν αφήνουμε κενό, γνωρίζουμε την επικινδυνότητα mind the gap!). Δεν θα πάρει πολύ. Εσείς μονάχα χαλαρώστε. What’s left?
Ορίστε, τι σας έλεγα; Δεν είναι πιο ωραία τώρα; ΝΤΙΑ. Πάλι θηλυκότητα θα μου πείτε. Ασφαλώς. Το μέλλον είναι γένους θηλυκού (να δεις ποιος το είπε; Εδώ το έχω τ’ όνομά του…). Δείτε όμως τώρα. (Νο. There Is Alternative). Άρνηση οποιουδήποτε αληθειοπαραγωγού μονοπωλίου (ο αρνηθείς δεν μετανιώνει όπως θα έλεγε κι ο Μέγας) και δυνατότητα επιλογής. Τώρα μάλιστα. (Ένιωθα τόση ικανοποίηση τόση πληρότητα σαν να πήρα τον Φρανκενστάιν και να τον μετέτρεψα σε πλάσμα όμορφο ανθρώπινο, σκοτώνοντας το αφόρητο κι αβάσταχτο φορτίο που ο «δημιουργός του» του χάρισε συνθέτοντάς τον από πτώματα. Σκότωσα την ΤΙΝΑ με δημιουργία, με ανα-γέννηση).
Μπορώ νομίζω να συνεχίσω την ανάγνωσή μου ανενόχλητη, όσο η ΝΤΙΑ καμαρώνει στον καθρέφτη το όμορφο το πρόσωπο και την κορμάρα που της χάρισα και ετοιμάζεται να πάρει τους δρόμους. Τώρα μπορεί, γιατί είναι όλοι ανοιχτοί.
Άντε κοπέλα μου τη βόλτα σου στον κόσμο, σ’ αυτόν, στον άλλο, στον απέναντι, στον υποβρύχιο και στον διαστημικό, στης φαντασίας σου τον πανέμορφο ου-κόσμο και στον ονειρικό που υπόσχεται τις πιο ωραίες συναντήσεις. Κι άμα τρακάρεις πουθενά τον έρωτα να μην ξεχάσεις να του δώσεις τα φιλιά μου. (ένα φιλί για κάθε ψέμα ωραίο)
Λογική: τσεκ!
Εγώ; Να έρθω μαζί σου; Κουράζομαι ΝΤΙΑ μου, κάπως έχω βαρύνει. Άσε που έχω να αντιμετωπίσω και τον Λεβιάθαν. Δεν έφτασα ακόμη στην τελευταία μου σελίδα. Βαδίζω οπλισμένη με τον Μέγα που με διαβεβαιώνει πως θα συναντήσω μοναχά ότι η ψυχή μου στήνει εμπρός μου (στη μέσα τσέπη ο Κωστής –Τάκης ήταν για Εκείνη μοναχά, καμία άλλη- βόμβα ωρολογιακή)
Καθόλου μην ανησυχείς για μένα. Αν χρειαστεί θα μετακομίσω σε ένα κόσμο ρομπότ (έχουν την πιο φιλάνθρωπη νομοθεσία ξέρεις, συνοπτική μα όλο ουσία) και αν μου κλείσουνε τον δρόμο και για εκεί, στην έσχατη ανάγκη, θα ξυπνήσω και τον Άλλο.