Περί θανάτου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 26.02.20 ]

Μας έχουν μάθει να σκεφτόμαστε τον θάνατο σαν ένα πανύψηλο, ξερακιανό, μαυροντυμένο, πίσσα, δίχως πρόσωπο, κουκουλοφόρο. Κρατάει στα χέρια την κοσιά του και θερίζει αβέρτα.

 Ποτέ δεν τον φαντάστηκα έτσι. Έτσι να με τρομάξει δεν μπορούσε. Στα μάτια τα δικά μου ήταν πάντα ένας κοντοπίθαρος, με κουστουμάκι και χιτλερικό μουστάκι, «συμπαθητικούλης».  Μαυρόψυχος και σαδιστής, ωστόσο, γιατί, σε αντίθεση με τον άλλο, αυτός έρχεται πάντα με πριόνι, στομωμένο, και δεν σε στέλνει με τη μία, παρά λίγο-λίγο. Αρχίζει με το τριχωτό της κεφαλής. Πάει η περήφανή σου κόμη. Κι ύστερα συνεχίζει μέρα τη μέρα να σου κόβει κάτι ακόμα, πότε δάχτυλο, πότε αυτί,  πότε χέρι, πότε πόδι, κάτι από μέσα πιο συχνά. Κι έτσι όπως είναι ατσούμπαλος σε κουτσουρεύει, σταθερά σου καταφέρνει καθημερινούς, μικρούς θανάτους, ενώ σου αρνείται, ο άκαρδος, την ευσπλαχνία του μεγάλου. Και δεν του δίνεις σημασία γιατί έτσι όπως είναι, ο δόλιος, πώς να του κρατήσεις κάκια, πώς τον κίνδυνο να αξιολογήσεις; «Τι θα μπορούσε να μου κάνει τούτος δω;» λες και δεν το νιώθεις πως υποτιμώντας τον του δίνεις ευκαιρία σιγά-σιγά και λίγο-λίγο να πριονίζει ως και την ψυχή σου. Είναι κι ο ύπουλος καθρέφτης που σε ξεγελά αφού σε δείχνει να ζωντανοφέρνεις.  Νίλα κακιά.

Κι όταν κοιτάξεις πιο βαθιά, πιο μέσα και πάρεις πια χαμπάρι το χουνέρι που σου έχει καμωμένο ο κοντοπίθαρος, και παρακαλάς για τον πανύψηλο, ξερακιανό, μαυροντυμένο, πίσσα, δίχως πρόσωπο, κουκουλοφόρο, με την ωραία του κοσιά την τροχισμένη είναι ήδη αργά.  

Και λέω τώρα, αν του αντισταθείς του νάνου, αν του αντιτάξεις το δικό  σου μπόι (όχι αυτό με τα εκατοστά, το άλλο) και του χαλάσεις το παιχνίδι, και του πάρεις μια-δυο παρτίδες (κι ίσως και περισσότερες, πού ξέρεις;), δεν θα φανεί κι ο άλλος, ο μεγάλος, ο ψηλέας πιο λεβέντης;    

Κράτα με  μόνο λίγο πιο σφιχτά να σπρώξω τον Φλεβάρη και μη σε νοιάζει το κουτσό μου πόδι, στη μάχη πάντα βάζω πρώτο το γερό…