Πάντα τον έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 18.04.21 ]

Σηκωνόταν κάθε μέρα στις έξι. Πάνε χρόνια που δεν κοιμόταν παραπάνω, αν και αποκοιμιόταν από τις δέκα όσο κι αν πάσχιζε να κρατηθεί ξύπνιος. Η μέρα είχε ζωή, άκουγε φωνές, ανθρώπους να μιλάνε. Όλα αυτά έφταναν μέσα στο σπίτι του. Τις νύχτες δεν τις ήθελε. Αρνιόταν να δεχτεί πως οι φωνές παύανε. Με τα χρόνια που η φύση του όρισε να σηκώνεται προς νερού του, με τα μάτια μισόκλειστα πήγαινε και επέστρεφε στο κρεβάτι. Ο ύπνος ήταν φυγή και τον ζήταγε κι ας τον φοβόταν. Φοβόταν τον ύπνο, εκείνο το μικρό θάνατο της ζωής της μέρας.

Η ιεροτελεστία της μέρας τού έδινε χαρά και ζωή. Το καβουράκι, οι χαιρετούρες, τα ρέστα, το εισιτήριο, όλα τον έκαναν να λέει ότι έχει νου καθαρό. Κι ύστερα είναι οι ανάγκες που δίνανε ρυθμό: ουρά για τις συντάξεις, τις πληρωμές, φως, νερό, τηλέφωνο. Θύμωνε άμα του δίνανε τη σειρά καμιά φορά, μα δεν το έδειχνε. Με ύφος ακράδαντης νηφαλιότητας αντιγύριζε «Εσείς είστε που δεν έχετε χρόνο. Εμείς… ου!». Τον πλήγωναν τα ίδια του τα λόγια, αλλά πάλι σκεφτόταν πως τα έλεγε τόσα χρόνια και αυτό τον καθησύχαζε.

Οι σιέστες του μεσημεριού ανυπόφορες αλλά του έδιναν κουράγιο. Σηκωνόταν αλέγρος και ορεξάτος. Άλλα τα ρούχα για το πρωί και άλλα για το απόγευμα. Μην τον πάρουν στο ψιλό. Ούτε καβουράκια ούτε μαντηλάκι στη τσέπη και πάντα στο χέρι το κομπολόι. Καφές μέχρι τις έξι και μεζές με το απαραίτητο ούζο μέχρι τις οχτώ. Μεγάλη ασφάλεια οι κουβέντες που πέφτουν ασκαρδαμυκτί. Περικοπές, εφάπαξ, επιδόματα, επικουρικά. Είναι κι αυτά μια ιδιόλεκτος ασφάλειας. Και ούτε που χρειάζεται συστάσεις. Ήρθες, κάθισες, έδωσες παραγγελία και ούτε που είπες πώς σε λένε. Όλοι την ίδια ανασφάλεια κουβαλούν. Μερικοί πάνε πιο συχνά στην τουαλέτα ίσως. Άσε που δίνεται σχεδόν αυτόματα το σήμα λήξης. Είναι η πρώτη καρέκλα που θα τοποθετήσει ανάποδα σε άδειο τραπέζι ο καφετζής. «Άντε, μας διώχνουνε.» Ένας ένας και σιγά σιγά αρχίζει και σηκώνεται. Όσο να τελειώσει και ο τελευταίος την κουβέντα του έχουν πέσει όλες οι καληνύχτες. Δε θέλει και πολλές τυπικότητες. Και αύριο μέρα του Θεού είναι. Θα το πιάσουν πάλι από εκεί που το άφησαν. Μόνο σκεφτόταν «Να δεις πώς τον είπανε εκείνον στη γωνία που μιλάει λίγο και ακαταλαβίστικα; Πολύ σκεφτικός ήταν.». Κι όλο ξεχνούσε να ρωτήσει το όνομά του.

Ο γυρισμός στο σπίτι – δυο βήματα δρόμος – ήταν αυτός που τον έκανε να σκέφτεται πως ο τάδε έχει δίκιο, ο άλλος όλο τον έξυπνο παριστάνει, ετούτος έτσι, ο άλλος αλλιώς. Με τούτα και με κείνα έφτανε, ξεκλείδωνε, έμπαινε παραμέσα και πάντα ήταν το ίδιο ανήσυχος. Ήξερε πως είχε αφήσει τις μπαλκονόπορτες κλειστές, τα μάτια της κουζίνας κλειστά, τις βρύσες κλειστές. Όλα κλειστά ήταν. Πάλι. Έφερνε έναν γύρο το σπίτι ίσα να επιβεβαιώσει ότι έτσι ήταν. Έτσι ήταν: τίποτα δεν είχε συμβεί, τίποτα που να είναι αλλιώτικο, τίποτα. Τα πάντα ήταν ασφαλή. Οι πυτζάμες στο κρεβάτι διπλωμένες, το ρολόι στο κομοδίνο «τικ τακ», η τηλεόραση να ηχεί τενεκεδένιο ήχο στα αυτιά του με τα ξένα γέλια και τις ξένες φωνές και ένας άδειος ορίζοντας. Οι παντόφλες του γίνονταν φτερά τις νύχτες και έτσι όπως προσπαθούσε να κρατηθεί μην κοιμηθεί στην πολυθρόνα του ένιωθε ένα χέρι να του χαϊδεύει το κεφάλι με τα λιγοστά μαλλιά. Και άκουγε. Κάθε νύχτα άκουγε. Ήταν σίγουρος πως άκουγε: «Αύριο να μην ξεχάσεις να πληρώσεις τον λογαριασμό του νερού.»

Την άλλη μέρα το πρωί περνώντας μπροστά από το καφενείο ο καφετζής τον σταμάτησε και του ‘πε: «Κυρ-Ανδρέα, τά μαθες; Πέθανε ο κυρ-Παναγιώτης.». Ποιος ήταν ο Παναγιώτης; «Ο κυρ-Παναγιώτης που καθόταν μαζί σας χτες εκεί στην άκρη στο τραπέζι εκείνο. Ο καημένος δεν το χώνεψε που πέθανε η κυρά του κι έμεινε μόνος. Του σάλεψε το μυαλό λέγανε μερικοί κι όλο έλεγε πως το βράδυ μιλούσε μαζί της.» Ένα τον στενοχώρησε, που δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει πώς τον λένε.