Οι «πάνω» και οι «κάτω» στην Ελλάδα του 19ου αιώνα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 18.12.21 ]

Ποια ήταν η σχέση των «πάνω» με τους «κάτω» στη νεοσύστατη ελληνική κοινωνία τoυ 19ου αιώνα; Ποια ήταν η θέση και η σχέση αφέντη, υπηρέτη, επιστάτη και κολίγου;

Στην πόλη, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν έχει τους ενδιάμεσους, τη μεσαία –δεύτερη- τάξη (τους λεγόμενους «τσιπλάκηδες»), που υπήρχε στην ύπαιθρο, αλλά μόνο δύο τάξεις. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα αθηναϊκά του διηγήματα περιγράφει «το βίο των παραριγμένων(σ.σ. των «κάτω») της κοινωνίας του Άστεως»[1]. Στο διήγημα «Χωρίς Στεφάνι»[2] σημειώνει ότι «Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τις κυράδες, η δευτέρα(σ.σ. Κυριακή απόγευμα) για τις δούλες… (Η Χριστίνα η δασκάλα) δεν ήθελεν ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών». Στο ίδιο διήγημα αναφέρονται «Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού». Η ταξική διαστρωμάτωση με τους «πάνω» και τους «κάτω»(παραριγμένοι) είναι εδώ εν έτει 1896[3] και η Εκκλησία την αναπαράγει, διαμορφώνοντας ένα τελετουργικό που ανατρέπει την ουσία της χριστιανικής ιδεολογίας σχετικά με τους πλούσιους και τους φτωχούς!

 Ποια είναι η ιδεολογία των «πάνω» στο νεοσύστατο κράτος και πως «βλέπουν» τους συμπατριώτες τους που είναι «από κάτω»;

 Οι «Πάνω» έρχονται στην Ελλάδα από τις παροικίες, κουβαλώντας στη σκευή τους τις συνήθειες, τον ψυχισμό και γενικά τη «συμβολική τάξη» με βάση τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση εκεί: «Η κλίμακα της παροικιακής διαστρωματικής σύνθεσης άρχιζε από τον μεγαλοτσιφλικά-μεγαλέμπορα, το βιομήχανο και τραπεζίτη και κατέληγε στο μικρομπακάλη»[4]. Ο πάροικος του 19ου αιώνα είναι ένας πολυμορφικός αστός. «Πηγαίνει στην Ανατολή σαν χρυσοθήρας και λαγωνικό της αποικιοκρατίας. Όμως πιστεύει ότι με τη δράση του αυτή δίνει «τα φώτα του και τις γνώσεις του» σε καθυστερημένους λαούς»[5]. Ο (πολυμορφικός αστός) δικηγόρος, διπλωμάτης, χρηματιστής, αρχαιολόγος, τραπεζίτης, τσιφλικάς, υπουργός, αρχηγός κόμματος, εκδότης εφημερίδων, Κ. Καραπάνος σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη έλεγε: «Για τον πάροικο η Μεγάλη Ιδέα ήταν λιγότερο συνδεδεμένη με την απελευθέρωση και περισσότερο με την επέκταση του ελληνισμού(σ.σ. έμποροι) στα πέρατα της Γης»[6]. Ο Καραπάνος δεν μιλούσε για απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών αλλά για «πολιτική αλλαγή»! «…Η ανάγκη της προβολής και της επιβολής της παροικιακής ιδεολογίας για "το μεγάλο ιστορικό προορισμό’’ της, διαμόρφωνε καταλυτικά και τον ψυχισμό του πάροικου "εθνικού ευεργέτη’’, που τον έκανε να διαθέτει ένα μέρος της περιουσίας του για πολιτισμικά κοινωφελή έργα στην Ελλάδα και στις παροικίες»[7].

Το 1882 οι Άγγλοι καταλαμβάνουν την Αίγυπτο και αρχίζει η περίοδος της αποικιοκρατίας. «Τώρα, εκεί που στάθμευαν αποικιακά στρατεύματα, ο τελευταίος Άγγλος ή Γάλλος λοχίας ήταν κάτι παραπάνω από τον πάροικο τραπεζίτη, μεγαλέμπορα, βιομήχανο…»[8] καθώς ο λοχίας ήταν πλέον εκπρόσωπος της αποικιοκρατίας.  

Ο Κ. Καβάφης και ο Γ. Σκληρός τάσσονται υπέρ των γηγενών των αποικιών(των «βαρβάρων») και μιλούν για την παροικιακή ιδεολογία του «μικρού λευκού» που θέλει να πάψει να είναι «μεσίτης» και να γίνει «μεγάλος», όπως το αφεντικό του. Αυτό προβάλλεται και στην ανάγκη για μετατροπή της Ελλάδας σε Μεγάλη, δηλαδή σε Αποικιοκρατική Μητρόπολη (που είναι ο πυρήνας της Μεγάλης Ιδέας). Η περίοδος της «μεσιτείας» θα σημαδευτεί πολιτικά από τον Χαρίλαο Τρικούπη που βοήθησε τους Άγγλους αποικιοκράτες στον αποκλεισμό της Αιγύπτου όταν εξεγέρθηκε ο Αραμπή πασάς, αλλά και από την πολιτική προσέλκυσης των «παροικιακών» κεφαλαίων στην Ελλάδα.

 «Από το 1876 –γράφει ο Αλέξ. Αρ. Οικονόμου-παρετηρείτο αθρόα συρροή εις τας Αθήνας των πλουτισάντων εις το εξωτερικόν Ελλήνων. Εγκαθιστάμενοι εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν έφερον μαζί των συνηθείας ευκολιών, καλοπεράσεως… και επεδείκνυον περιφρόνησιν προς τον απλούν, τον «νοικοκυρίστικον» τρόπον ζωής των εγχωρίων. Ανταπέδιδον εις αυτούς την υπεροπτικήν συμπεριφοράν των ξένων προς τους εαυτούς των όταν ζαρωμένοι διέμενον εις τον τόπον εκείνων»[11]

Αν οι «πάνω» εν γένει βλέπουν τους «κάτω» της πόλης με περιφρόνηση, περιφρονητικό είναι και το «βλέμμα» των κατοίκων των πόλεων απέναντι στους κατοίκους της υπαίθρου αλλά και της παλαιάς Ελλάδας για τους Έλληνες των νέων χωρών. Μάλιστα, δεν τους θεωρούν «καθ’ ολοκληρίαν Έλληνες» ή όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί (WASPs) «όχι εκατό τις εκατό Έλληνες»! Όπως δε περιγράφει ο ειδικός ανταποκριτής «Ζ.» της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι», το Σεπτέμβριο του 1881 από την Άρτα: «… Εάν ήσο ενταύθα θα επίστευες ότι είσαι ακόμη εις χώραν τουρκικήν. Με απογοητεύει εντελώς ο ηπειρωτικός του λαλείν ιδιωτισμός. Η φουστανέλα και το φέσι, η κάπα και ο κεκρύφαλος. Και –Θεέ μου!- τι άκομψος ενδυμασία!...». Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμφοιτητές του Βιζυηνού στην Αθήνα διασκέδαζαν με τη θρακιώτικη προφορά του. Τον έλεγαν «ξενομερίτη» και «τουρκομερίτη». Ήταν ραγιάς στην Κωνσταντινούπολη και «τουρκόσπορος» στην Αθήνα[15]«Ο Γ.Β(ιζυηνός). είναι γεννημένος δια να παίξη τοιούτον ρόλο επαίτου» γράφει η εφημερίδα ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ, συνεχίζοντας πως δεν τα γράφει αυτά «προς εξευτελισμόν του» αλλά για να καταγράψει «όλα τα αποκτηνούντα στάδια, του υπηρέτου παντοπωλείου, του ψάλτου, του ράπτου, του παπαδοπαίδου, του ιεροσπουδαστού, και αναρπαγείς αιφνιδίως εκ των στρωμάτων της καταγωγής του δια χειρός του κ. Ζαρίφη… διέσωσεν αμόλυντα τα κεφάλαια της χυδαιότητας… περιέφερεν τα κεφάλαια αυτά του παιδός παντοπώλου…». Οι «κάτω» είναι χυδαίοι και κτήνη. Ο «υπηρέτης παντοπώλου» είναι χειρότερα κι από κτήνος! Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος Αντύπας επιχείρησε αρχικά να οργανώσει του «υπηρέτες» της Αθήνας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος Αντύπας συνελήφθη και δικάστηκε γιατί χαστούκισε τον (βουλευτή) γιο του Σλήμαν στου Ζαχαράτου, επειδή η γυναίκα του πρώτου τον χαρακτήρισε «λούμπεν»! 

Η πρωταρχική ταξική διαστρωμάτωση θα συμπληρωθεί από τη διάκριση μεταξύ αστών και χωρικών, παλαιοελλαδιτών και ξενομεριτών και πολλές φορές θα χαθεί στις δευτερεύουσες διακρίσεις, καθώς οι Αθηναίοι θα αποκαλούν τους Θεσσαλούς και Αρτινούς(απελευθερωμένοι το 1881) «τουρκόσπορους» και οι Αρτινοί(οι άνθρωποι της πόλης, όλοι τους λειτουργοί του πελατειακού παρα-κράτους και υπάλληλοι του τσιφλικά Καραπάνου) θα αποκαλούν τους χωρικούς, τσιπλάκηδες (αβράκωτους) ή «λασπιάδες».

Ύπαιθρος

Οι Αρτινοί σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο (Δοκίμιον περί Άρτης, Άρτα, 1962) είναι ζωηροί, εργατικοί και φιλόκαλοι αλλά κάποιοι είναι «και φιλήδονοι και φίλοι των διασκεδάσεων και των κατά κόρων συμποσίων μέχρι επιμέμπτου βαθμού… (Στις διασκεδάσεις) «οι της δευτέρας ως επί το πλείστον και τρίτης τάξεως πολίται συγκροτούσιν εις διάφορα διασκεδαστικά μέρη και εις ταβέρνας πολυέξοδα βακχικά, εν χοροίς και τυμπάνοις, συμπόσια, απολήγοντα πολλάκις εις διενέξεις…».

Η περιγραφή αφορά μία αγροτική κοινωνία και, όπως λέει ο Σ. Ξενόπουλος, τη δεύτερη και την τρίτη τάξη, δηλαδή τους «κάτω». Ο θεσμισμένος πυρήνας της κοινωνίας αυτής είναι το καφενείο(ταβέρνα). Ο μητροπολίτης Ξενόπουλος αντιτίθεται στο «καφενείο», γιατί τα καφενεία ως τόποι κοινωνικής και πολιτικής επικοινωνίας λειτουργούν ως αντιδομή στην εύτακτη οικιακή λογική και ιδεολογία των ανώτερων τάξεων, εν προκειμένω της πρώτης τάξεως που προβάλλεται ως πρότυπο από την Εκκλησία. Στο καφενείο λειτουργούν οι εξισωτικές πρακτικές του «κεράσματος», του ιδιότυπου αυτού πότλατς, και της συναισθηματικής φιλίας που αναπτύσσεται. Εδώ οι διαφορές οργανώνονται στη βάση του κεφιού και του φιλότιμου (και όχι οικονομικά, ή ταξικά). Μέσα από την τελετουργία του δώρου και αντιδώρου μέσω της ανταλλαγής ποτών, αναπτύσσεται μία ανώτερου τύπου αμοιβαιότητα(η ρακοποσία της παρέας) όπου γίνεται η όσμωση και ο μετασχηματισμός των κοινωνικο-οικονομικών και άλλων διαφορών σε μία κοινότητα φιλίας[Κοινότητα Κοινωνία και Ιδεολογία, συλλογικό Παπαζήσης, 1990].  Η κατανάλωση ρακιού έχει ως σκοπό την αντι-συσσώρευση, τη θυσία του περίσσιου υπέρ του κοινωνικού. Αυτός ο εξισωτικός συμποσιασμός του καφενείου θα αντιτεθεί στις δυνάμεις της αγοράς, του χρήματος και του κράτους, αναδεικνύοντας το πολιτικό υποκείμενο που αποκλήθηκε «λαός». Με άλλα λόγια, οι πληβείοι-άντρες ασκούν κριτική, αντιστέκονται ή αποφεύγουν τόσο τις αφομοιωτικές ιδιότητες του νοικοκυριού όσο και τη διείσδυση του κράτους. Το καφενείο θα γίνει ένας ριζοσπαστικός αντιστικτικός θεσμός σε σχέση με το σπίτι, την εκκλησία και την πολιτική συντήρηση. Το γλέντι θα προηγείται αξιολογικά της εργασίας. Η ρακοποσία και η τελετουργική κατανάλωση στο πλαίσιο δώρου-αντίδωρου θα προηγείται της αποταμίευσης. Βέβαια, θα υπάρξει και μία άλλη κατηγορία (οι νοικοκυραίοι) που θα εισάγει στο χώρο του καφενείου τις αρχές του νοικοκυριού. Έτσι, τα καφενεία θα είναι από τη μια αντισυμβατικά και χώροι αντισυσσώρευσης και αμφισβήτησης και από την άλλη συμβατικά και συμβατά με την κοινωνία των νοικοκυραίων, τη συσσώρευση και τη συντήρηση… Έτσι θα δημιουργηθούν τα δεξιά και τα αριστερά καφενεία…

Οι χρυσοκάνθαροι

Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς, οι πάροικοι, οι «χρυσοκάνθαροι», όπως τους αποκαλούσε ο Στ. Ξένος, σχημάτισαν τη νέα ελληνική πλουτοκρατία, που διαμόρφωσαν το πελατειακό πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Συγκρούστηκαν με «τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες και παλιούς αγωνιστές. Κάνανε τον αριστοκράτη και με το χρήμα που διαθέτανε, κατόρθωσαν να έχουν σχέσεις με το παλάτι και να επηρεάζουν τους πολιτικούς»[17]. Ο πιο σπουδαίος χρυσοκάνθαρος ήταν ο Συγγρός, που αγόραζε τα πάντα, δάνειζε το κράτος και ήταν ο ευνοούμενος του παλατιού. Ο Συγγρός «καταλήστεψε» τους πάντες πουλώντας τις δήθεν «χρυσές» μετοχές των μεταλλείων Λαυρίου. Τέλος, η Πτώχευση της Ελλάδας επί Τρικούπη θα μπορούσε να αποφευχθεί, αλλά αυτό δεν συνέβη γιατί ο βασιλιάς Γεώργιος καθυστέρησε την υπογραφή συμφωνίας δανείου με την Αγγλία που πέτυχε ο Τρικούπης, προκειμένου να πουλήσει τα προσωπικά του χρεώγραφα!

(από το βιβλίο «Το ματωμένο θέρος του 1882», 2014)   

*Η φωτογραφία είναι της δεκαετίας του 1960

 


[1] Ζακ Λε Γκοφ στο βιβλίο του «Το φαντασιακό στο Μεσαίωνα», Κέδρος, 2008. 

 [2] Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 24/3/1896

[3] Ο Αλ. Παπαδιαμάντης ζητάει από το 1896  ότι «… Οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον»!

[4] Νίκου Ψυρούκη: Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974, σελ. 137

[5] Στο ίδιο, σελ. 139

[6] Στο ίδιο, σελ. 143

[7] Στο ίδιο, σελ. 139

[8] Στο ίδιο, σελ. 161

[9] Κ. Καραπάνος, Προς εκλογείς, 1887

[10] Στο ίδιο, σελ. 15

[11] Αλεξ. Οικονόμου, «τρεις άνθρωποι», Α, 388. Παρατίθεται από τον Γ. Κορδάτο στην «Ιστορία της Ελλάδας» ΧΙΙ, εκδόσεις Αιών, Αθήνα 1958, σελ. 390.

[12] Κ. Καραπάνος: Το εμπόριον των Αρχαίων Ελλήνων και ο χαρακτήρ αυτού –Λόγος εκφωνηθείς κατά την επέτειον Εορτήν του εν Κωνσταν/λει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου, τη 4η Μαΐου 1869, Τυπογραφείο Α. Κορομηλά, Κων/λη, 1869.

[13] Στο ίδιο

[14] Ζακ Λε Γκοφ, Νικολά Τρουόνγκ: Μια ιστορία του σώματος στο Μεσαίωνα, Κέδρος,2009

[15] Δημήτρης Παπαχρήστος: Γεώργιος Βιζυηνός, Ο τρυφερόκαρδος κύριος Γ. Β., Ηλέκτρα, 2005 

[16] Στο ίδιο

[17] Στεφ. Ξένος: «Οι χρυσοκάνθαροι βουλευταί και αι αχύρινοι εταιρίαι των». Παρατίθεται από τον Γ. Κορδάτο τομ. XII, σελ. 391.