Οι καημοί που δεν καημίζονται

[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 02.07.18 ]

Σούλα Τόσκα-Κάμπα

Μοιρολόγια – Από τη δημοτική μας ποίηση,

εκδ. Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα, 2018

«Όλοι οι καημοί καημίζονται κι όλοι οι καημοί βαστιώνται

σαν του παιδιού, σαν τ’ αδερφού, άλλος καημός δεν είναι.

Είναι μαχαίρι δίκοπο, χαντζάρι τροχισμένο.

Να περπατώ, γιε μ’, με πονεί να στέκωμαι με σκιάζει,

να κάθωμαι, να σκέφτωμαι, βαριά να συλλογιέμαι».

(Μοιρολόγι Τριχωνίδας)

Διαβάζω τα «Μοιρολόγια – Από τη δημοτική μας ποίηση» της Σούλας Τόσκα-Κάμπα και σκέφτομαι. Σκέφτομαι πόση ευγνωμοσύνη οφείλουμε σε όσους από πνευματικό μεράκι και από αισθητικό φιλότιμο βάζουν έξω από τα φώτα της διασημότητας, πέρα από την προσδοκία της αναγνώρισης, μακριά από τον πληθωρισμό των λάικ το δικό τους λιθαράκι στην ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού, πολύ δε περισσότερο όταν αυτός αφορά τη λαϊκή δημιουργία. Και αναλογιζόμενος τον φόρτο της εργασίας, τον όγκο του υλικού, τον χρόνο της έρευνας, τον κόπο της διαλογής και της επεξεργασίας, λέω ότι κάπου, κάπως, κάποτε πρέπει να τους αποδοθεί η τιμή που δικαιούνται.

Αποθησαύρισμα μοιρολογιών το βιβλίο, σταχυολογεί αντιπροσωπευτικά δείγματα απ’ όλες τις γωνιές του τόπου προσφέροντας τα για ποικίλες χρήσεις: και για τη βαθύτερη επαφή με τη δημοτική ποίηση και για την αναγνώριση της αξίας που κρύβει η αφτιασίδωτη λαϊκή τέχνη και για την κατανόηση της γόνιμης αλληλεπίδρασης μεταξύ των επιμέρους ομάδων και για τη βιωματική γνωριμία με τον παλιότερο τρόπο ζωής.

Αλλά υπάρχουν δύο βαθύτερα, και ακόμη πιο ανεκτίμητα οφέλη. Το ένα αναφέρεται στο κίνητρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και μας αποκαλύπτει ότι σε πείσμα των πιο σύγχρονων θεωριών η αληθινή πηγή της τέχνης είναι πάντα το συναίσθημα: η κοινωνική ανάγκη της ανακοίνωσης, η διονυσιακή ή στην προκειμένη η ελεγειακή επιθυμία της εκφόρτισης και η ψυχική προσπάθεια της διαχείρισης. Το άλλο, που είναι και το σπουδαιότερο, έχει να κάνει με την υπαρξιακή καταβύθιση και τον φιλοσοφικό στοχασμό που προτείνουν τα μοιρολόγια αυτά παρ’ όλη την τραχιά και ανεπιτήδευτη απλότητά τους. Η μελέτη τους θα μπορούσε να εκληφθεί σαν αντίδοτο στην υπερβολή, σαν αντίσταση στην ύβρη και σαν άμυνα στις ψευδαισθήσεις που το εδώ και το τώρα καλλιεργούν. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι προσφέρονται για μια ουσιαστική σπουδή στο θέμα της ζωής και του θανάτου, που μπορεί για τον υποψιασμένο αναγνώστη να αποβεί πολυτιμότερη από την εντρύφηση στη μεταφυσική και στην υπαρξιακή φιλοσοφία.

Κλείνω με τη σελίδα 61 του βιβλίου:

«Παιδάκι μου, τι άλλαξες κι έβαλες τα χρυσά σου

κι έβαλες τα γκιορδάνια σου, τ’ ασημοζούναρό σου

και τα χρυσά ζαντούνια σου και ούλα τα καλά σου;

Μήνα σε γάμο θε να πας, μήνα σε πανηγύρι;

- Ναυτού που πάω, μανούλα μου, να μακροταξιδέψω,

ν’ εκεί πεζοί δεν περπατούν, μου ιδέ καβαλαραίοι.

Ν’ εκεί δε λάμπει ο ουρανός, ν’ εκεί δε λάμπει ο ήλιος,

ν’ εκεί νταούλια δε βροντούν, δεν τραγουδούν τραγούδια

κι όσοι θα πάνε μέσα κει ποτέ δεν ξαναβγαίνουν.

Μη σκούζης, μάνα μου, μην κλαις, μη βάζης, μη φωνάζης,

τι θέλω λίγο να σε ιδώ, να σ’ αποχαιρετήσω.

Μάνα, τη μέρα της Λαμπρής που θα χορεύουν άλλες,

να μην κάθεσαι να με κλαις και να μου λες τραγούδια,

μόν’ να γελάς, να χαίρεσαι να παίζεις, να χορεύης».

(Μοιρολόγι από το Νεχώρι Υπάτης)

Αν κάτι με συγκινεί βαθύτατα στο μοιρολόγι αυτό δεν είναι ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου ούτε ο διάλογός του με τη μάνα του ούτε η ανάγκη του να χαρεί τη στιγμή της τελευταίας επικοινωνίας. Είναι η έκκληση που απευθύνει στους  τρεις τελευταίους στίχους για να συνεχιστεί η ζωή χωρίς να πάψει το γέλιο, η χαρά, το παιχνίδι και ο χορός. Ανακαλώ την εμβληματική ανάλυση του Μπαχτίν για τον Ραμπελέ, όπου το τραγούδι και ο χορός, η γελαστική κατάφαση της ζωής και το καρναβαλικό στοιχείο προσεγγίζονται σαν μια συμβολική νίκη του ανθρώπου πάνω στο θάνατο, σαν έναν κοινωνικός και ανεστραμμένος ξορκισμός της υπαρξιακής αγωνίας. Τα τέτοιου είδους μοιρολόγια, λέω, περιμένουν και μια τέτοια ακριβώς ανάλυση. Και το βιβλίο της Σούλας Τόσκα-Κάμπα προσφέρεται ως πολύτιμη βάση.