Ο ΣΥΖΥΓΟΣ: ένα θεατρικό έργο του Ίταλο Σβέβο
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 23.04.19 ]Ο Σβέβο γράφει τον Σύζυγο[1] ανάμεσα στο 1895 και το 1903 και για αρκετό διάστημα η κριτική το θεώρησε το καλύτερο έργο του. Όλα όσα στα άλλα έργα καλύπτονταν από τεχνική άγνοια ή από θεματική ανεπάρκεια, φαίνεται να έχουν μια καθαρότητα στην ιστορία του Φεντερίκο Αρτσέτρι: αυτός ο δικηγόρος, μοιρασμένος ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να φαίνεται στα μάτια των άλλων και σ’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα, προσφέρει σταθερά σημεία σύγκλισης με τα θέματα του Πιραντέλλο. Η επίπεδη συμβατικότητα ενός γάμου που ωθεί τη σύζυγο σε μια αληθινή πρόκληση προς τον αδιάφορο σύζυγο, μας φέρνει στο νου το όνομα του Ίψεν και μ’ αυτό, το ευρωπαϊκό θέατρο των αρχών του 20ου αιώνα, όπου όλο και περισσότερο γίνεται εμφανής η κρίση των δομών της αστικής κοινωνίας και της αστικής ιδεολογίας. Η σχέση ανάμεσα στον Σβέβο και το λεγόμενο «εναλλακτικό» στον νατουραλισμό θέατρο, στο vaudeville και ακόμη περισσότερο στον Ντ’ Αννούντσιο, είναι αναμφισβήτητη. Βέβαια, για έναν από την Τεργέστη, αυτή η σχέση γίνεται πιο φυσική από εκείνη, για παράδειγμα, του βεριστικού θεάτρου, ακριβώς λόγω της πολιτισμικής και γεωγραφικής του διάπλασης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι κι ένας άλλος συγγραφέας από εκείνα τα μέρη, ο Σίπιο Σλάταπερ, στενός φίλος του Σβέβο, παρουσιάζει το 1911 τη διπλωματική του εργασία πάνω στον Ίψεν. Πράγματι, ο Ίψεν διασχίζει το κείμενο του Σβέβο: γίνεται αντιληπτή η παρουσία του στην ατμόσφαιρα, στα καταθλιπτικά εσωτερικά, στη συζυγική κρίση, κυρίως στην επιστροφή του παρελθόντος-εφιάλτη. Έπειτα, η διαμάχη τιμή-αγάπη φαίνεται να ανατρέχει σε φαντάσματα, επιλογές συμβατικής ζωής και εσωτερικούς κατακερματισμούς που μας οδηγούν στο να θυμηθούμε τον Πιραντέλλο.
Ο άξονας χώρος-χρόνος αποδεικνύεται αρκετά ανώμαλος γιατί είναι αδιευκρίνιστος: το κεντρικό γεγονός, κατά τη μανιέρα του Ίψεν, ανήκει στο παρελθόν: ο δικηγόρος Αρτσέτρι σκοτώνει τη γυναίκα του Κλάρα που τον απατούσε και αθωώνεται γιατί διέπραξε ένα έγκλημα τιμής. Το σκηνικό παρόν επιβάλλει την επανάληψη της πράξης ανατρέποντας την ακολουθία της: υπάρχει για τον Αρτσέτρι μια περίπτωση συζυγοκτονίας, όπου θα μπορούσε να αναλάβει την υπεράσπιση του δράστη και μια πιθανή απιστία εις βάρος του από τη μεριά της δεύτερης γυναίκας του, που εμφανίζεται μέσα από ορισμένα γράμματα που του δείχνει η Αριάννα, η μητέρα της Κλάρα. Οι σκέψεις του πρωταγωνιστή πάνω στις δυνατές επιλογές του, αποτελούν τον πυρήνα του δράματος. Αυτή η προϋπόθεση δεν θα παράγει καμιά αντίδραση, τουλάχιστον επιφανειακά: δεν θα υπάρξει υπεράσπιση και δεν θα υπάρξει φόνος. Εδώ, η ίδια η «καταστροφή» πραγματοποιείται στην ψυχή των πρωταγωνιστών που δεν φαίνεται να δείχνουν στο τέλος κάτι το διαφορετικό από την αρχή.
Και η σχέση παρελθόν-παρόν δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη. Το παρελθόν δεν επιστρέφει μόνο στη μνήμη των πρωταγωνιστών αλλά, τελικά, και στη θέλησή τους, για να το δραστηριοποιήσουν και πάλι. Τα φαντάσματα καταλήγουν στο τέλος να είναι επιθυμητά, από τη στιγμή που εκλαμβάνονται ως μία αρρώστια: «Ας ζήσει κι ας με βασανίζει» επιβεβαιώνει ο Αρτσέτρι μιλώντας για την Αριάννα.
Τα παραπάνω καθορίζουν τον εκμηδενισμό του χρονικού άξονα: το «πριν» και το «μετά» επιδέχονται ταλαντώσεις σε συντονισμό με την ίδια την αβεβαιότητα των πρωταγωνιστών, Μπίτσε-Κλάρα, μητέρα-πεθερά, σύζυγος-γιος, δολοφόνος-θύμα: ο συμβατικός και ο συμβολικός ρόλος τους γίνεται ένα, ενώ ο σκηνικός χώρος τείνει να ταυτιστεί με τη συνείδηση. Το αστικό ιταλικό θέατρο πρότεινε συνήθως την άμβλυνση των οικογενειακών συγκρούσεων, επιλέγοντας, έστω και μόνο επιφανειακά, τη σωτηρία του σπιτικού πυρήνα. Από την πρώτη χειρονομία του, ο Φεντερίκο Αρτσέτρι είχε έρθει σε ρήξη μ’ αυτή την ιδεολογία. Από «σύζυγος», «δολοφόνος». Ενώ αγάπη και τιμή συγκρούονται, το παρελθόν επιστρέφει: η δράση ως προϋπόθεση και όχι ως τελική πράξη. Πράγματι, ο δικηγόρος Αρτσέτρι είναι σαν εκείνους τους αξιωματικούς που παίζουν τη ζωή τους σε μια νύχτα, που υπακούει σε έναν απαράβατο κώδικα. Στον Σβέβο υπάρχει μια τέτοια ατμόσφαιρα. Εκείνο που λείπει ακόμη, είναι η ικανότητα να φιλτράρει το υλικό του μέσα από το χιούμορ, να μην αρνηθεί δηλαδή την πιο αληθινή του κλίση για να υποκλιθεί στις απαιτήσεις της αγοράς. Η υπαρξιακή δυσφορία του πρωταγωνιστή, ταυτίζεται με τη συγγραφική δυσφορία του Σβέβο εκείνη την περίοδο: αισθάνεται «τρόμο για τις ιδέες του» όπως γράφει στον Μπένκο: «Έχω μέσα μου δύο αρρώστιες που με εμποδίζουν να φτάσω σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Η πρώτη, πιστεύω έμφυτη, είναι η ανικανότητα να φτάσω στην άμεση αναπαράσταση ενός αληθινού πράγματος στη μορφή π[ου οι άλλοι αισθάνονται αυτό το πράγμα… Η δεύτερη αρρώστια επιβαρύνει την πρώτη. Την αποδίδω στο πεπρωμένο μου: αισθάνομαι τρόμο για τις ίδιες τις ιδέες μου»[2].
Φυσικά ανακαλύπτουμε στον Σύζυγο την παρουσία ενός νέου τραγικού πυρήνα όσον αφορά τα θέματα και τις τυπολογικές λύσεις: το τελετουργικό στοιχείο που δένει τη σχέση των πρωταγωνιστών αντιστέκεται, μολονότι διαχέεται σε ένα μάγμα κουραστικού νατουραλισμού. Το έργο εμφανίζεται έτσι ανησυχητικό, αντιφατικό και γι’ αυτό εξαιρετικά σύνθετο. Κυρίως, εμφανίζεται «ανοικτό», μέσα στο νατουραλιστικό του περίβλημα, σε μια σκηνική πολυ-ανάγνωση που μπορεί να το διασπάσει εξακολουθώντας να συζεί με τις συμβατικές δομές του κειμένου. Από τη στιγμή που η αυτο-ειρωνεία αφομοιώνεται, ο Φεντερίκο Αρτσέτρι θα αναγκαστεί να υποχωρήσει σε άλλα, πιο εμφανή «αντίγραφα» του Ζήνωνα της Συνείδησης[3], φιγούρα που βρίσκει θέση σε όλα σχεδόν τα έργα του Σβέβο, αφηγηματικά ή θεατρικά.
[1] Un marito, επιμ. Ούμπρο Απολόνιο, Milano, Dall’Oglio, 1960. Ελληνική έκδοση: Ένας σύζυγος, μετ. Φ. Γκικόπουλου, Αθήνα, Καλλιτεχνικός Οργανισμός Φάσμα (Απλό Θέατρο), χειμερινή περίοδος 1992-1993.
[2] I. Svevo, Epistolario, Milano, Dall’Oglio, 1966, σελ. 34.
[3] La coscienza di Zeno,
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ