Ο ξύλινος σκαλιστός καναπές

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / / 27.03.21 ]

Ο ξύλινος σκαλιστός καναπές έχει σήμερα τα γενέθλια του, κλείνει τα εκατό.

Του έφεραν και τούρτα με κεράκια, στο τραπέζι που ’ναι στρωμένο καμαρωτό μπροστά του.

Δηλαδή η τούρτα δεν είναι ακριβώς για κείνον, είναι για τον τρισέγγονο που κλείνει τα πέντε, αλλά η χαρά είναι όλη δική του. Έχουν γενέθλια την ίδια μέρα, εκείνος, ένας γερο-προπάππους, και το πιο αγαπημένο εγγόνι από όσα γνώρισε σ´ αυτά τα εκατό χρόνια οικογενειακής συνέχειας.

Ακόμη συγκινείται όταν θυμάται την πρώτη μέρα που τον έφεραν σε τούτο το σπίτι· μοσχοβολούσε φρέσκογυαλισμένος από το μαραγκούδικο της Χώρας, καμάρωνε για τη σκαλιστή αρχοντική του πλάτη, με τους ρόδακες και τους έλικες, για τα καμπυλωτά του περήφανα μπράτσα, για τη λεία του επιφάνεια της βάσης, κοντά δυο μέτρα μήκος και ένα μέτρο ύψος, καναπές για αρχοντόσπιτο νησιώτικο είχε παραγγελθεί και έτσι ένιωθε.

Τον κουβάλησαν με προσοχή σαν να ’ταν θρόνος και τον ακούμπησαν με παράγγελμα «οοοοόπ» στον κεντρικό τοίχο του σαλονιού, κατά πώς παράγγειλε η καπετάνισσα.

Η ίδια επέβλεψε να στρωθεί με υφαντό, λεπτοδουλειά, του αργαλειού και να στολιστεί με μαξιλάρια κεντημένα με κόκκινη κλωστή μαροκινή, φερμένη από κάποιο ταξίδι στα μέρη εκείνα της ακτής των πειρατών.

Όλη η γειτονιά παρέλασε μπροστά του να τον δει, «καλόχαρος» και «καλορίζικος » και «να τον χαρείτε με παιδιά κι εγγόνια» τον έραναν σαν Μοίρες των ευχών οι γυναίκες. Εκείνος άπλωνε τη δωρική του ομορφιά κι ας είχε τα σκαλίσματά του, ήταν φτιαγμένος για να δέχεται, σαν άρχοντας, καλεσμένους, συμπεθεριά, νύφες και γαμπρούς, παιδιά να σκαρφαλώνουν πάνω του, αργότερα πενθούντες επισκέπτες και συγγενείς που τρατάρονταν λικέρ και κρασί «ανάμα», γλυκά του κουταλιού και λουκουμάδες.

Έπειτα ήρθε ο πόλεμος αφού πρώτα είχαν έρθει οι Ιταλοί και το αρχοντικό σπίτι γνώρισε χρόνια δύσκολα, τα τρία καΐκια χάθηκαν, δυο τα βούλιαξε καταλάθος το «Παπανικολής» και το τελευταίο που απέμεινε  έφυγε μια νύχτα για κοντραμπάτο και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Μετά την απελευθέρωση μαθεύτηκε πως είχε  διαφύγει και άραξε στον Πειραιά με το πλήρωμά του που ζήτησε να περάσει στην Ελλάδα.

Ας είναι· έστω κι έτσι, μέσα στην Ιταλοκρατία κρατούσε την παλιά του αίγλη μαζί με μυστικά και κρυφές συναντήσεις καθώς το σαλόνι τώρα άνοιγε μόνο με το πρόσχημα μιας επίσκεψης, αλλά στην πραγματικότητα οι καλεσμένοι σιγοκουβέντιαζαν για ξεσηκωμούς και πετροπόλεμους.

Τότε ήταν που ενηλικιώθηκε χωρίς να το περιμένει, δε γνώριζε πως κι οι καναπέδες μετράνε το χρόνο σαν τους ανθρώπους. Μα σαν του ξάπλωσαν πάνω του εκείνο το δεκαπεντάχρονο αγόρι με το ματωμένο του ρούχο να στάζει και γύρω του οι μανάδες να λύνουν με θρήνους τα τσεμπέρια και να μοιρολογούν με αρχαίους γόους το παλικαράκι, τότε κατάλαβε πως δεν ήταν η ζωή του πια μονάχα δική του. Ήταν δεμένη με τη ζωή των ανθρώπων, αξεχώριστη.

Ας είναι· ας μην τα θυμάται όλα τούτα μέρα που είναι, αναστέναξε βαθιά μέσα στο πολυκαιρισμένο σκαρί του, μα δε γινόταν να πάψει τις θύμησες που πέρασαν με την πατίνα των χρόνων τα σκαλίσματα του.

Πικράθηκε, είναι αλήθεια, όταν στα πενήντα του τον κουβάλησαν άρον άρον στο δημοτικό σχολείο για να είναι ο καναπές στην αίθουσα του συσσιτίου, μαζί με ένα συνομήλικο τραπέζι, μακρόστενο και θλιμμένο. Η εγγονή της καπετάνισσας προτιμούσε μοντέρνα έπιπλα και δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτόν στο σπίτι. Μα ποιος ξέρει τι συνέβη, ποτέ δεν έμαθε, κι ούτε που είχε σημασία δηλαδή, γιατί καμία δεκαπενταριά χρόνια αργότερα ξαναγύρισε πανηγυρικά στο σαλόνι μιας και τα συσσίτια είχαν πάψει να χρειάζονται και οι ξύλινοι καναπέδες ήταν στη μόδα.

Άκου στη μόδα!

Πάντως δεν ξανάφυγε ποτέ από το σπίτι, άλλαξε μόνο κάμποσες φορές θέση και χρώμα γιατί η δισέγγονη τον ήθελε χαρούμενο, λέει, και με ύφος αλλιώτικο. Για να είναι ειλικρινής ξανάνιωσε και δεν παραπονέθηκε καθόλου που ασχολήθηκαν μαζί του μέρες ολόκληρες μέχρι που κοιτάχτηκε και δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Ωστόσο, κρυφογέλασε μη φανεί η χαρά του, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκε στο χρώμα του κοραλλιού με ολοκαίνουργιο στρώμα και τα ομορφότερα μαξιλάρια, άλλα κόκκινα βελουδένια κι άλλα πράσινα νησιώτικα με ρίγες. Τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει, στον τοίχο που ακουμπούσε ζωγράφισαν μια χρυσοπράσινη μανταρινιά και έτσι μπορούσε να ξεκουράζεται στη σκιά της.

«Είναι τα πιο ευτυχισμένα, ευλογημένα γεράματα που μπορεί να έχει ένας εκατόχρονος νησιωτικός καναπές» αναλογίστηκε γεμάτος ευγνωμοσύνη και έκρυψε τη συγκίνησή του πίσω από το ολοκέντητο μεγάλο μαξιλάρι της πλάτης, καθώς ο μικρός τρισέγγονος, σβήνοντας τα κεράκια της τούρτας του, τον λέρωσε πασαλείβοντάς τον με σοκολάτα και είπε δυνατά στη μαμά του «είμαι μεγάλος τώρα, απόψε θα κοιμηθώ στον καναπέ του παλιού παππού»!

*Επιμέλεια Νινέτα Πλυτά