Ο Θοδωράκης
[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 11.11.18 ]Έστω και εκ των υστέρων κρίνω ότι για τα δεδομένα του ’80 ήταν ένας πρωτοπόρος. Αλλά πού να πάρουμε χαμπάρι εμείς τότε, ούτε που του δίναμε καθόλου σημασία, έτσι όπως μπέρδευε τα λόγια του και ψεύδιζε στο ρ και ρουφούσε τη μύτη μου και τραβούσε το παντελόνι του. Ο ίδιος βέβαια όλο για την ανωτερότητα του έθνους μιλούσε, το πώς θα συντρίψουμε τους Τούρκους σχεδίαζε και πότε θα ξαναλειτουργήσει η Αγιά-Σοφιά ονειρευόταν. Με το που τέλειωσε το στρατιωτικό, σηκώθηκε έφυγε στη Γερμανία για δουλειά.
Τον ξανάδα φοιτητής, ένα χρόνο μετά. Εγώ με μακριά μαλλιά, αμπέχονο και Άσημο, αυτός με ξυρισμένο κεφάλι, άρβυλα και σπασμένα γερμανικά. Δυο ξένοι κόσμοι, δυο εχθρικοί γαλαξίες. Τον απέφυγα μειδιώντας για να μη γίνουμε μαλλιά κουβάρια, χωρίς να υποψιαστώ, ο αφελής, πόσο μπροστά ήταν και πάλι από την εποχή του. Στις αρχές του ’90 ο νεοναζισμός αποκοιμιόταν ακόμη στους εφιάλτες μας ή αργοσάλευε από τη χειμερία νάρκη του σε κάτι περιθωριακά περιοδικά.
Για κάποια χρόνια έχασα εντελώς τα ίχνη του, ώσπου τον είδα το 1996 να επιστρέφει οριστικά στο χωριό με τσακισμένα νεύρα και σμπαραλιασμένα μούτρα. Δυο μήνες τον είχαν στην εντατική έμαθα. Τον έλιωσαν στο ξύλο οι Γερμανοί σύντροφοί του.
Τώρα συνεχίζει να είναι ακόμη εδώ. Κάνει θελήματα στο γειτονικό μοναστήρι, για να εξασφαλίσει το μεσημεριανό του. Δεν ξέρω αν νιώθει δικαιωμένος βλέποντας τους νεοναζιστικούς σκελετούς να βγαίνουνε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και εδώ. Ο ίδιος πάντως προτιμάει να το βουλώνει. Από την άλλη, θα τολμήσω μια εικασία. Ότι και πάλι, αποδεικνύεται μπροστά από την εποχή του. Στην ξιπασιά του, στη σιωπή του και στην τρέλα του απεικονίζεται το μέλλον όλων αυτών που περιφέρουν τώρα τα μπράτσα, τα τατουάζ και το μίσος τους.