Ο Κλοντ Μονέ, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του ιμπρεσιονισμού, γεννήθηκε το 1840 στο Παρίσι και ξεκίνησε να ζωγραφίζει από πολύ μικρός τους καθηγητές και τους γείτονες του. Ο πατέρας του, ήταν εύπορος έμπορος της εποχής, που διακινούσε προμήθειες πλοίων. Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένεια του μετακόμισε στη Χάβρη, που αποτελούσε σημαντικό λιμάνι, στις όχθες του Σηκουάνα. Η μητέρα του ενθάρρυνε το έργο του, αλλά ο πατέρας του δυσανασχετούσε γιατί τον προόριζε για την οικογενειακή επιχείρηση. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1857, εγκατέλειψε το σπίτι του, έμεινε με την θεία του και παρά τις επιθυμίες του πατέρα του, ξεκίνησε σπουδές στην ζωγραφική.
Το 1858 γνωρίστηκε με τον Ευγένιο Μπουτίν, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρώτους δασκάλους του Μονέ και τον ενθάρρυνε να ζωγραφίσει την ύπαιθρο, σύνηθες θέμα για ζωγράφους εκείνης της περιόδου. Τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετική Ακαδημία (Académie Suisse) και ήρθε σε επαφή με έργα σημαντικών ζωγράφων επισκεπτόμενος το Μουσείο του Λούβρου. Παράλληλα, γνώρισε τον Καμίλ Πισαρό και τον Γκιστάβ Κουρμπέ. Την περίοδο 1860-1862, επιστρατεύτηκε και ταξίδευσε στην Αλγερία. Λόγω προβλήματος της υγείας του, απολύθηκε από το στρατό περίπου το 1862. Παρακολούθησε μαθήματα, για περίπου δύο χρόνια, στο ατελιέ του Σαρλ Γκλαιρ (Charles Gleyre), όπου συνδέθηκε φιλικά και με τους Ρενουάρ, Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλεϊ.
Ο Μονέ μισούσε να κοπιάρει έργα τέχνης του Λούβρου και πίνακες με θέμα την αρχαία Ελλάδα και ρωμαϊκούς μύθους. Παρότι προσπάθησε να βάλει την δική του πινελιά στην Ακαδημία, σχεδόν όλα τα έργα του απορρίφθηκαν. Σε βαθιά κατάθλιψη και μη μπορώντας να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό και την οικογένειά του, πήδηξε από μια γέφυρα του Σηκουάνα το 1868. Σώθηκε της πτώσης στον Σηκουάνα και ξεκίνησε να περνά χρόνο με άλλους καλλιτέχνες που είχαν την ίδια στάση απέναντι στην Ακαδημία. Πέρα από τη φιλία του με τον Ρενουάρ, τονΜπαζίλ και τον Σίσλεϊ, μοιράζονταν κοινές ιδέες για τη ζωγραφική, οι οποίες αργότερα θα μετουσιώνονταν στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού στο οποίο θα έπαιρναν μέρος και ο Πισαρό και ο Σεζάν.
Οι πίνακές του ήταν μια λιτή και ελεύθερη αναπαράσταση των τοπίων που έβλεπε. Το φως του ήλιου κατεύθυνε την ζωγραφική του. Χρησιμοποιούσε τα βασικά χρώματα, δεν χρειαζόταν το μαύρο για να δημιουργήσει σκιάσεις και οι πινελιές του έμοιαζαν ατσούμπαλες και αυθόρμητες. Οι στρώσεις των χρωμάτων δεν στέγνωναν και τα χρώματα μπερδεύονταν μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα όμως ήταν μοναδικό.
Το 1908 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την όρασή του, αναπτύσσοντας καταρράκτη στα μάτια του. Τελικά υποβλήθηκε επιτυχώς σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Μια δεκαετία αργότερα ανακηρύχτηκε επισήμως τυφλός, αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει εκ μνήμης για έναν ακόμη χρόνο. Οι κριτικοί τον περιγελούσαν για τους θολούς πίνακες του τονίζοντας πως το ιμπρεσιονιστικό του ύφος ξεπήδησε από την αδυναμία όρασης που είχε και όχι λόγω της καλλιτεχνικής του ευφυΐας. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1926 σε ηλικία 86 ετών στο Ζιβερνί.