Ο Γεράσιμος μέσα μου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.12.19 ]

(Διάλογος με τον Γεράσιμο από τη “Μουμού”

του Ιβάν Τουργκένιεφ)

 

-Ξέρω πως δεν μιλάς. Ο συγγραφέας σου δεν σε προίκισε μ’ αυτό το χάρισμα. Έκρινε πως δεν σου χρειαζόταν. Σ’ έχρισε κωφάλαλο, εκ γενετής. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να καθίσουμε για λίγο οι δυο μας να τα πούμε. Είπα στη Νατάλια να μου βρει σαμοβάρι. Θα ’θελες να σου προσφέρω ένα τσάι;

(Παίρνει την κούπα που του προσφέρω. Την χουφτώνει μες στις δυο του παλάμες. Δεν δείχνει να νιώθει ούτε λίγο την καυτή πορσελάνη, όπου αχνίζει το τσάι. Πόσο άβολη φαίνεται η πολυθρόνα που κάθισε για το πελώριο κορμί του).

          -Θαύμασα την περιγραφή του δημιουργού σου και σ’ έπλασα μες στο μυαλό μου, όπως σε παρουσίασε «σαν δέντρο δυνατό σε καρπερή γη. Να πιάνεις το δρεπάνι και να παίρνεις μονομιάς τα κεφάλια ολόκληρου τσούρμου από άλογα». Τώρα που σε βλέπω, ξέρω πως και λίγα είπε.

          (Το στήθος του φουσκώνει περήφανο κάτω απ’ την πουκαμίσα του. Το βλέμμα του παραμένει σοβαρό).

          -Ύστερα η χήρα αριστοκράτισσα, η αφεντικίνα σου, σε ξερίζωσε απ’ το χωριό σου. Σε πήρε στην πόλη.  Ένιωσα την καρδιά σου να χτυπά πιο γρήγορα, πιο δυνατά για την Τατιάνα, την πλύστρα του σπιτιού. Αυτή η σκύλα, η γριά αριστοκράτισσα, κανόνισε τον γάμο της μ’ αυτόν τον μέθυσο, τον Καπίτον, τον τσαγκάρη. Παρόλο που της είχαν πει για τα δικά σου αισθήματα.

          (Παραμένει απαθής, μα δεν μπορεί να κρύψει μια σκιά που περνά απ’ τη ματιά του και τη σκοτεινιάζει. Εδώ είμαστε. Να στρίψω λίγο το μαχαίρι).

          -Της χάρισες ένα κόκκινο μαντίλι, καθώς έφευγε, κι εκείνη σε φίλησε τρεις φορές, μη μπορώντας τα δάκρυα να σταματήσει. Της χάρισες ένα κόκκινο μαντίλι, μια πληγή, μια ρωγμή το χωροχρονικό συνεχές. Ένα κόκκινο μαντίλι. Ακολούθησες το κάρο που την έπαιρνε μακριά σου, μέχρι το ποτάμι.

          (Δεν αντιδρά καθόλου. Έφυγε κι η σκιά απ’ τα μάτια, σαν σύννεφο περαστικό, που δεν είχε βροχή. Τι το ’θελα το χωροχρονικό συνεχές; Τον μπέρδεψα).

          -Επιστρέφοντας βρήκες το κουτάβι. Άσπρο, με μαύρες βούλες, αν δεν το άρπαζες, θα πνιγόταν. Σίγουρα. Όμως εσύ το άρπαξες το ’σφιξες στο στήθος σου το πήγες στο σπίτι, στην κάμαρά σου σαν μωρό το φρόντισες. Μια μικρή σκυλίτσα, λίγων εβδομάδων. Έγινες η μάνα της.

          -Μου-μου.

          -Ναι! Μουμού την είπες. Πανέξυπνη. Χαδιάρα. Παντού σ’ ακολουθούσε.

          -Μου-μου.

-Ναι! Μουμού. Η μικρή Μουμού που αρνήθηκε να παίξει με τη χήρα αρχόντισσα, γιατί αγαπούσε μόνο εσένα. Κι αυτή η γριά σκύλα έδωσε εντολή να ξεφορτωθούν το σκυλί. Δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Σου το πήραν. Το πούλησαν. Κι εκείνο ξαναγύρισε σ’ εσένα. Την έκρυψες στην κάμαρά σου. Μα δεν φαντάστηκες, καημένε μου, ότι το γάβγισμά της, που εσύ δεν άκουγες, το άκουγαν οι άλλοι. Μ’ ακούς; Μ’ ακούς, Γεράσιμε;

-Μου-μου.

(Για να δούμε τώρα… Πόσο θ’ αντέξει).

          -Την άκουσε η σκατόγρια τη σκυλίτσα. Όλο το σκυλολόι μαζεύτηκε έξω απ’ την κάμαρά σου. Δίποδοι σκύλοι, αγριεμένοι, για ένα μικρό, αθώο τετράποδο. Κι εσύ; Τι έκανες εσύ, Γεράσιμε; Έδιωξες το σκυλολόι. Βούρτσισες τη Μουμού. Πήγατε για σούπα στο μαγέρικο και μετά τραβήξατε κατά το πέρασμα της Κριμαίας. Πέρασες δυο τούβλα κάτω απ’ τις μασχάλες. Μπήκατε στη βάρκα.

          -Μου-μου.

          -Ναι, η Μουμού, μαζί σου στη βάρκα. Κωπηλατούσες γερά, κόντρα στο ρεύμα. Κι όταν απομακρύνθηκε η βάρκα, έδεσες τα τούβλα στην αλυσίδα του σκυλιού. Την άφησες στο νερό, ενώ εκείνη σου κουνούσε  την ουρά της. Σ’ εμπιστευόταν, Γεράσιμε. Ξέρω, δεν άκουσες το κοφτό της αλύχτημα, ούτε τον βαρύ παφλασμό της στο νερό… Εμένα όμως μ’ ακούς, έτσι δεν είναι; Έφυγες απ’ τη Μόσχα την ίδια μέρα. Περπάτησες εικοσιπέντε  βέρστια μέχρι το χωριό σου, την καλύβα σου. Ξαναπήρες το δρεπάνι σου. Εποχή θερισμού. Δεν ξανακοίταξες γυναίκα, ούτε άφησες σκυλί να σε ζυγώσει από τότε … Και τώρα, μίλα. Πώς άφησες αυτόν τον θλιβερό, κομπλεξικό Τουργκένιεφ να σε κάνει τέτοιο κτήνος;

          (Με κοιτά ίσια στα μάτια. Η κούπα του τσαγιού έχει γίνει θρύψαλα μες στις παλάμες του. Σηκώνεται όρθιος. Δεν υπερβάλλω το κεφάλι του σχεδόν αγγίζει το ταβάνι. Οι γροθιές του σφιγμένες. Μουγκρίζει σαν αγρίμι, σαν θεριό. Μα τον ακούω καθαρά. Ολοκάθαρα τα λόγια του στ’ αυτιά μου).

          -Αυτόν τον γελοίο τον έλιωσε η μάνα του. Ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω σ’ ό,τι αγαπώ. Μπορείς λοιπόν, εύκολα, να φανταστείς τι περισσότερο μπορώ σ’ ό,τι μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο. Γι’ αυτό βούλωστο, αλλιώς δεν το ’χω σε τίποτα να λιώσω εγώ εσένα και όποιον μασκαρά, σ’ έβαλε να στήσεις όλο αυτό το πανηγύρι.

          (Το βουλώνω. Άτιμη φάρα αυτοί οι μουζίκοι. Καλά τους ξέρω. Μήπως κι η δική μου η Μουμού δεν αλυχτάει τις νύχτες από τον πάτο της Παμβώτιδας; Βγάζω τα σκουλαρίκια και τη μάσκα μου. Το βουλώνω).

         Δεν μιλάς. Το βούλωσες βλέπω κι εσύ. Περιφρόνηση είναι αυτή η σκιά που απλώθηκε στα μάτια σου; Ή μήπως θυμήθηκες τη δική σου;