Ο βοναπαρτισμός του Κυρ. Μητσοτάκη και ο εκφυλισμός της σοσιαλδημοκρατίας
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Πολιτική / 30.01.22 ]Ο βοναπαρτισμός είναι μία πολιτική ιδεολογία εμπνευσμένη από τη δράση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Οι βοναπαρτιστές είναι υπέρ ενός συγκεντρωτικού, αυταρχικού κράτους, ή, όπως λέει σήμερα ο Κυρ. Μητσοτάκης, ενός «επιτελικού κράτους».
Ο βοναπαρτισμός –σύμφωνα με τον Rene Remond- είναι ένα από τα τρία ρεύματα της δεξιάς, καθώς αρνείται την διαίρεση σε πολιτικά κόμματα για χάρη της επιβεβαίωσης της εθνικής ενότητας. Αυτή η πολιτική ιδεολογία αξιοποιεί έναν δημοψηφισματικό ηγέτη ("σωτήρα" εν στολή, ή "μεσσία"!) στον οποίο οι περιστάσεις επιτρέπουν, να σώσει τη χώρα από την διάλυση και να δημιουργήσει μία συγκεντρωτική εκτελεστική εξουσία.
Κάνοντας μία αναγωγή, θα λέγαμε ότι και στην Ελλάδα σήμερα έχουμε έναν ιδιότυπο «ήπιο βοναπαρτισμό» (bonapartisme soft), όπου τονίζονται περισσότερο τα στοιχεία του πολιτικού συγκεντρωτισμού στο μέγαρο Μαξίμου και τον ηγέτη του. Η συγκεντρωτική εξουσία του Μαξίμου επιδιώκει τη δημιουργία δικτύων στελεχών, τα οποία στρατολογούνται με βασικό κριτήριο να διάκεινται φιλικά προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και όχι αναγκαία προς το κόμμα της ΝΔ. Στο Μαξίμου συγκεντρώνεται όλη η εξουσία, με μία πρωτοφανή επικοινωνιακή στήριξη από μέσα ενημέρωσης που έχουν προς τούτο χρηματοδοτηθεί(λίστα Πέτσα, κρατικές διαφημίσεις, χορηγίες Τραπεζών κ.ά.).
Ο δεξιός βοναπαρτισμός υιοθετεί ισχυρά τον αποκαλούμενο «δημοκρατικό ελιτισμό», που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις επιλογές που αφορούν τη ζωή τους. Και τούτο γιατί θεωρεί ότι ο λαός ως πολιτικό σώμα είναι «ανώριμος». Γι’ αυτό, αδήλως εκτιμάται πως η αποχή του πληθυσμού, ή η εμπλοκή και αδρανοποίησή του μέσω εκβιαστικών διλημμάτων ή του εκφοβισμού είναι ένας ουσιώδης παράγοντας για την ορθή και σταθερή λειτουργία του συστήματος. Με δύο λόγια οι ελιτίστικες θεωρίες στηρίζονται σε δύο βασικές υποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες κάθε πληθυσμός είναι στην πραγματικότητα ανίκανος και κατά δεύτερον, εξημμένος και χωρίς συνοχή και κανόνες, τείνοντας να καταστρέψει είτε το πολιτικό σύστημα είτε την κοινωνία! Για τα λάθη διαχείρισης της πανδημίας, επί παραδείγματι, φταίνε οι πολίτες(ατομική ευθύνη), για το χιονιά το ίδιο(οι οδηγοί δεν είχαν αλυσίδες), για τις φωτιές παρομοίως οι πολίτες που δεν έκοψαν τα ξερόχορτα κ.ο.κ.
Για να επιτύχει η συνταγή του δεξιού «ήπιου βοναπαρτισμού» ενισχύεται η δοσολογία του «ελιτισμού», ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης καθώς και η κυριαρχία επί της πνευματικής παραγωγής, που επιτρέπουν τον αποπροσανατολισμό και εντέλει την πολιτική χειραγώγηση. Γι’ αυτό ο έλεγχος στη λειτουργία των ΜΜΕ είναι καίριας σημασίας.
Όσο για την Αριστερά, η προσπάθειά της να παίξει στο γήπεδο της δεξιάς και τα ελεγχόμενα από αυτή μίντια, είναι ένα παιχνίδι χαμένο από τα αποδυτήρια. Η μόνη δυνατή απάντηση εκ μέρους της Αριστεράς είναι ο «δρόμος»(και με την πολιτική και με την επικοινωνιακή έννοια του όρου), καθώς και ένα ισχυρό κόμμα συνδεδεμένο με την κοινωνία.
Όσο για το «επιτελικό κράτος», είναι σωστή η διαπίστωση ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αλλά το «αστικό κράτος» γενικά, το οποίο είναι ταξικά μεροληπτικό και βραχυκυκλώνει κάθε αλλαγή ταξικού προσανατολισμού μιας αριστερής διακυβέρνησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αφομοιώθηκαν, τελικά, στο κυρίαρχο σύστημα, οδηγώντας στο περίφημο φαινόμενο του pasokification, δηλαδή του εκφυλισμού της σοσιαλδημοκρατίας…