Ξεδιψώντας στην έρημο (Φλέρυ)
[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 18.07.19 ]-μνήμη Φλέρυς Νταντωνάκη-
Είμαι μια πηγή, μια πληγή, μια προσευχή, ένα όνειρο. Ποιος άνεμος κακοποιός μ’ έριξε σ’ αυτή την ξέρα, που δεν έχει όνομα, ούτε τέλος κι αρχή, ποιος αέρας κακοήθης με πήρε και με πέταξε σ’ αυτή την άγνωστη άκρη;
Ξοδεύτηκα σε περιπλανήσεις ατέρμονες μήπως έρθω στα ίσια μου, δαπανήθηκα στα αγκαθωτά μονοπάτια του Έρωτα, περπάτησα απ’ άκρου εις άκρον αναζητώντας τους δρόμους της Φιλίας που δεν είχαν μέχρι τότε ανιχνευτεί κι έφτασα ως το τέρμα ζητιανεύοντας ψυχία αγάπης περισσευάμενης, να ξεδιψάσω στη Σαχάρα των πόλεων –η ψυχή μου κολυμπούσε στην άβυσσο. Όταν τους είχα χρεία, αλάργευαν• με περικύκλωναν, όταν ζητούσα τη γαλήνη. «Μερικές φορές νιώθω πως αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράγματα κι όχι από ανθρώπους». Έψαχνα να βρω μέσα μου τον Χριστό˙ να πολεμήσω τους Λαιστρυγόνες. Γνώρισα μάγους, φακίρηδες, οιωνοσκόπους, δαιμονισμένους, κυνικούς, αλητάμπουρες, πούστηδες, ξόρκια• τσαρλατάνους με όψη σοφού, νταβατζήδες με μάσκα Ιησού, πρόθυμοι τάχα όλοι τους να σταματήσουν την ακατάσχετη αιμορραγία της ψυχής μου. Τους πλήρωσα με όλα μου τα λεφτά, όλα μου τα στολίδια, το τελευταίο μου χαϊμαλί μου το σούφρωσε κάποιο τζάνκι ανέστιο που τον έκανα για μια νύχτα μουσαφίρη στην καλύβα μου, δίπλα σ’ έναν παραπόταμο του Γάγγη˙ ενώ απέναντί μου φλεγόμενα λείψανα έσβηναν στον ορίζοντα στο ταξίδι του αποχαιρετισμού.
Έγινα πλάνης στον κόσμο των Ινδιών, εκεί που γεννήθηκε η μάνα του τραγουδιού και του άφατου πόνου, εκεί που ζουν ακόμη οι ανέγγιχτοι, που δεν κοτάει κανείς να τους σιμώσει. Μάζεψα τα κομμάτια μου, γύρισα πίσω, για να πιάσω το νήμα απ’ την αρχή. Ένα βράδυ στον «Τιπούκειτο», εκεί που τραγουδούσα, κατέβηκε μπροστά μου ο αρχάγγελος και μαδούσε ένα-ένα τα φτερά του. Ένα ξημέρωμα στον «Πύργο του Απόλλωνα» ενώ τραγουδούσα τον χορό του Ζαλλόγου, ένιωθα πως πέφτω κι εγώ, μ’ έφτασε ο Κίτσος, με το γιαταγάνι του και με τον γκρα του, και με πήρε απ’ το χέρι. «Το μεγάλο μου ερωτηματικό δεν είσαι εσύ μα είμαι εγώ».
Στην Κρήτη, παιδούλα, μ’ έψηναν πάνω απ’ τη φωτιά, μ’ έδεναν σ’ ένα καρεκλάκι πισθάγκωνα, με τσιμπούσαν με μια σακοράφα. Αν μάζευα όλο εκείνο το αίμα μου που έσταζε! Όταν με έλυναν, έτρεχα στα ρουμάνια, παρέα με τ’ αγρίμια· στα πεδινά μάζευα καυκαλήθρες, σταμναγκάθια, ασφόδελους, έπλεκα στεφάνια από αγριοκρέμμυδα, τα φορούσα στέμμα στην εβένινη κόμη μου και γινόμουν η κόρη της Κνωσού, η θυγατέρα του Μίνωα, η θεά των όφεων. Η πληγή που μου άνοιξαν δεν έχει ταίρι.
Α, δεν έχει εδώ ούτε για τα κοράκια φωλιές! Σ’ αυτούς τους άνυδρους αμμόλοφους, μόνο τσακάλια θ’ ανταμώσω, αγριεμένα απ’ το μαρτύριο της δίψας και της πείνας, να τσακώνονται πάνω απ’ τα σαπισμένα κουφάρια των όρνεων. Εδώ περπάτησε γυμνή η Μαρία η Αιγυπτία με τα μαλλιά ως τους αστραγάλους της πλεγμένα σαν ψάθα. Εδώ δοκιμάστηκε η ψυχή του Ρεμπώ στην αυτοεξορία του. Εδώ πιο κάτω πάλεψε ο Διγενής με τον Χάρο. Πού να τελειώνει ο κόσμος; Πού να τελειώνουν τα βάσανα; Περπατώ με τα μάτια κλειστά ψηλαφώντας το χάος. Χωρίς αίσθημα μα και χωρίς ψευδαισθήσεις. Ναι, όπως λέει ο προφήτης Ουίλιαμ Μπλέικ «Οι χαρές είναι αγέλαστες, οι λύπες είναι αδάκρυτες».
Έχω απομείνει, ναυαγός ανυπεράσπιστη σ’ αυτή την σκάλα, που έχει από όλους τους ναυτικούς της γης λησμονηθεί. Και ποιος να δέσει και ν’ αράξει σ’ αυτό τον κάβο τον παντέρημο; Εμένα στα πολλά τα μποφόρια νταγιαντούσε η βάρκα μου, πώς έμπασε νερά και βούλιαξε με τέτοια μπουνάτσα; Α, κάποιος μου γνέφει απ’ το πέλαγος. Είναι ο Μάνος! Ο Μάνος και μου τραγουδά: « Στην αποβάθρα με περιμένει ένας καημός, δεν ειν’ δικός μου, δεν ειν’ δικός σου, μόνο ειν’ του φίλου που έφυγε δίχως να μας μιλήσει…….».
Στην Αμερική γνώρισα τον Βίλχελμ Ράιχ, έκανα φίλη μου τη Μελίνα. Όταν ανέβηκε, με ξέχασε αργότερα. Με ξέχασαν όλοι, οι τροβαδούροι, οι κιθαριστές, οι κλαρινίστες, οι παλιοί μου συνοδοιπόροι… Από μικρή ήμουν θεραπαινίδα της υποκριτικής τέχνης. Με προσκάλεσαν να ενσαρκώσω την Μπλανς Ντυμπουά, μιαν απεγνωσμένη γυναίκα του Νότου. Δε μου πρέπανε τέτοιοι ρόλοι, είμαι εγώ ένα κορίτσι απ’ τη Μεσόγειο, γεμάτο σφρίγος. Τα μάτια μου δυο λαμπερές μελαγχολίες, μελαγχολίες μελαχρινές μα ολοφώτεινες. Δε με ζέσταινε ο ήλιος, το φως το έπαιρνα απ’ τ’ άστρα. Δε γίνεται να δροσιστώ σ’ αυτή την ξέρα που μ’ έχουν εξοστρακίσει. Μόνο με τ’ όνειρο, ναι, με την δύναμη του ονείρου• στου ονείρου τη χώρα ας βρεθώ και ας μείνω για πάντα.
Στο μπαλκονάκι μου έκανα νυχτέρια με την Πανσέληνο κορτάροντας τα ουράνια σώματα˙ τραγουδώντας το «Άσπιλε», την «Φραγκοσυριανή», την «Αχάριστη», το «Bella ciao», το «Imagine». Εκεί, στη χώρα του ονείρου, θα τρέξω με φτερά της ψυχής μου να ξεχαστώ, κι έτσι ας με θυμάστε, καθώς θα τραγουδώ το ποίημα της Σαπφώς όταν προσεύχεται στην θαλασσογέννητη Αφροδίτη για την αγάπη της: «Κέλομαί σε Γογγύλα…….».
*Θωμάς Κοροβίνης, 'ΤΙ ΠΑΘΟΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ', εκδ. ΑΓΡΑ.