Ντ. Τζόνστοουν: Χιροσίμα, η ηθική ύπνωση της ηγεσίας των ΗΠΑ

[ ARTI news / Κόσμος / 05.08.21 ]

Επιλογή-Μετάφραση: ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ ARTI news / Κόσμος / 08.08.16 ]

Στην επίσκεψή του στη Χιροσίμα... ο Ομπάμα δεν ζήτησε συγνώμη για την ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στις 6 Αυγούστου του 1945 στην πόλη, όπως κάποιοι έλπιζαν ματαίως. Αντίθετα έβγαλε έναν υψιπετή λόγο κατά του πολέμου, ενώ διεξάγει συνεχή πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων σε μακρινές χώρες και εγκρίνει σχέδια ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων για την αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ.

 Μια συγνώμη, συνεπώς, θα ήταν εξίσου άχρηστη με την ομιλία του. Ο κενός λόγος δεν αλλάζει τίποτα. Όμως υπάρχει κάτι που ο Ομπάμα θα μπορούσε να είχε πει και το οποίο θα είχε πραγματικό αντίκτυπο: θα μπορούσε να είχε πει την αλήθεια, η οποία είναι:

“Οι ατομικές βόμβες δεν ρίχτηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι για να 'σώσουν ζωές με τον τερματισμό του πολέμου'. Αυτό είναι το επίσημο ψεύδος. Οι βόμβες ρίχτηκαν για να δοκιμαστούν λειτουργικά και για να δείξουμε στον κόσμο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατείχαν απεριόριστη δύναμη καταστροφής”.

Δεν υπήρχε περίπτωση να πει κάτι τέτοιο ο Ομπάμα. Επισήμως, ο ατομικός βομβαρδισμός “έσωσε ζωές” και άρα άξιζε να γίνει. Όπως τα βιετναμέζικα χωριά που τα κατέστρεψαν οι ΗΠΑ για να τα "σώσουν", όπως αμέτρητα παιδιά στο Ιράκ που πέθαναν λόγω των αμερικανικών κυρώσεων, οι εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που βίωσαν την αγωνία του θανάτου στις δύο αυτές ιαπωνικές πόλεις παραμένουν στην πλευρά του χρέους στους λογαριασμούς των ΗΠΑ με την ανθρωπότητα, ενός χρέους που είναι απλήρωτο και ατιμώρητο.

“Άξιζε”

 Η απόφαση να καταστραφούν η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν  πολιτική και όχι στρατιωτική απόφαση. Οι στόχοι δεν ήταν στρατιωτικοί, οι συνέπειες επίσης δεν ήταν στρατιωτικές. Οι επιθέσεις έγιναν παρά τις ενστάσεις όλων των κορυφαίων στρατιωτικών. Ο ναύαρχος Ουίλιαμ Λίχι, επικεφαλής του γενικού επιτελείου, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η “χρήση αυτού του βάρβαρου όπλου στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι δεν έδωσε καμιά υλική βοήθεια στον πόλεμό μας εναντίον της Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες είχαν ήδη ηττηθεί και ήταν έτοιμοι να παραδοθούν...”. Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, ο στρατηγός ΜακΆρθουρ, ακόμη και και ο στρατηγός Χαπ Άρνολντ, διοικητής της αεροπορίας, ήταν αντίθετοι. Η Ιαπωνία είχε ήδη καταστραφεί από τις εμπρηστικές βόμβες, αντιμετώπιζε μαζικά την απειλή της πείνας λόγω του αμερικανικού ναυτικού αποκλεισμού, είχε χάσει το ηθικό της μετά την παράδοση των Γερμανών συμμάχων της και φοβόταν την επικείμενη ρωσική επίθεση. Όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ γνώριζαν ότι η Ιαπωνία είχε ηττηθεί και επιδίωκε να παραδοθεί.

 Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν ατομικές βόμβες ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση που την έλαβαν σχεδόν μόνοι τους δύο πολιτικοί: ο τζογαδόρος νέος πρόεδρος και ο έμπιστος σύμβουλός του, υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Φ. Μπάιρνς.[1]

Ο πρόεδρος Χάρι Χ. Τρούμαν βρισκόταν σε συνάντηση με τους Τσόρτσιλ και Στάλιν στο Πότσδαμ, όταν έφτασαν μυστικά τα νέα ότι η δοκιμή της ατομικής βόμβας στο Νέο Μεξικό ήταν επιτυχής. Παρατηρητές θυμούνται ότι ο Τρούμαν έγινε “άλλος άνθρωπος”, πασιχαρής που κατείχε μια τόσο μεγάλη δύναμη. Ενώ οι πιο συνετοί έτρεμαν μπροστά στις επιπτώσεις μιας τόσο καταστρεπτικής δύναμης, για τον Τρούμαν και τον “συνεργό” του υπουργό Εξωτερικών, Τζέιμς Μπάιρνς, το μήνυμα ήταν: “Τώρα μπορούμε να κάνουμε τα πάντα ατιμώρητα”.

Και ενέργησαν με βάση αυτή την υπόθεση – πρώτα απ' όλα στις σχέσεις τους με τη Μόσχα.

Ανταποκρινόμενος στις προτροπές των Αμερικανών, ο Στάλιν είχε υποσχεθεί να εισέλθει στον πόλεμο στην Ασία τρεις μήνες μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, που επήλθε στις αρχές Μαΐου του 1945. Ήταν πασίγνωστο ότι οι ιαπωνικές δυνάμεις κατοχής στην Κίνα και τη Μαντζουρία δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον Κόκκινο Στρατό. Ήταν κατανοητό ότι δύο πράγματα θα επέφεραν την άμεση παράδοση της Ιαπωνίας: η είσοδος της Ρωσίας στον ασιατικό πόλεμο και η διαβεβαίωση των ΗΠΑ ότι τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας της Ιαπωνίας δεν θα αντιμετωπίζονταν ως εγκληματίες πολέμου.

Και τα δύο έγιναν τις ημέρες αμέσως μετά από τον βομβαρδισμό στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.

Αλλά επισκιάστηκαν από την ατομική βόμβα.

Αυτό ήταν το ζητούμενο. Με αυτό τον τρόπο, αποδόθηκαν στις αμερικανικές ατομικές βόμβες όλα τα εύσημα για τον τερματισμό του πολέμου.

Όμως, υπάρχει και συνέχεια.

Η επίδειξη ενός τόσο ισχυρού όπλου έδωσε στους Τρούμαν και Μπάιρνς μια τέτοια αίσθηση ισχύος που μπορούσαν πλέον να αθετήσουν τις προηγούμενες υποσχέσεις τους προς τους Ρώσους και να επιχειρήσουν να εκφοβίσουν τη Μόσχα στην Ευρώπη. Υπ' αυτή την έννοια, οι βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν σκότωσαν απλώς, χωρίς κανένα λόγο, εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους, σήμαναν και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.

Η Χιροσίμα και ο Ψυχρός Πόλεμος

 Η πιο σημαντική παρατήρηση για τις συνέπειες της ατομικής βόμβας αποδίδεται στον στρατηγό Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ. Όπως αφηγείται ο γιος του, ένιωσε βαθιά θλίψη όταν πληροφορήθηκε την τελευταία στιγμή τα σχέδια για τη χρήση της βόμβας. Λίγο μετά τη Χιροσίμα, ο Αϊζενχάουερ λέγεται ότι προέβη κατ' ιδίαν στο εξής σχόλιο:

“Πριν χρησιμοποιηθεί η βόμβα, θα έλεγα ναι, είμαι σίγουρος ότι μπορεί να διατηρηθεί η ειρήνη με τη Ρωσία. Τώρα, δεν ξέρω. Μέχρι τώρα, θα έλεγα ότι ήμαστε τρεις, η Βρετανία με το παντοδύναμο ναυτικό της, η Αμερική με την ισχυρότερη αεροπορική δύναμη και η Ρωσία με την ισχυρότερη χερσαία δύναμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ότι εμείς οι τρεις θα μπορούσαμε να εγγυηθούμε την ειρήνη στον κόσμο για μια πολύ μακριά χρονική περίοδο. Τώρα, δεν ξέρω. Ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος και ανήσυχος παντού. Όλοι αισθάνονται και πάλι ανασφαλείς”. [2]

Ως ανώτατος συμμαχικός διοικητής στην Ευρώπη, ο Αϊζενχάουερ διδάχτηκε ότι ήταν δυνατόν να συνεργαστεί με τους Ρώσους. Τα εγχώρια οικονομικά και πολιτικά συστήματα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ ήταν τελείως διαφορετικά, αλλά στην παγκόσμια σκηνή μπορούσαν να συνεργαστούν. Ως σύμμαχοι, οι διαφορές τους είχαν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη εμπιστοσύνης, ένα θέμα που θα μπορούσε να διευθετηθεί.

Η νικήτρια ΕΣΣΔ ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο: πόλεις ερειπωμένες, είκοσι εκατομμύρια νεκροί. Οι Ρώσοι ήθελαν βοήθεια για την ανοικοδόμηση. Επί Ρούσβελτ, είχε συμφωνηθεί ότι η Σοβιετική Ένωση θα αποζημιωνόταν από τη Γερμανία και θα λάμβανε πιστώσεις από τις ΗΠΑ. Αίφνης, αυτό το θέμα εξαλείφθηκε από την ημερήσια διάταξη. Όταν έφτασαν τα νέα για την επιτυχή δοκιμή της ατομικής βόμβας στο Νέο Μεξικό, ο Τρούμαν κραύγασε: "Αυτό θα κρατήσει τους Ρώσους στον ίσιο δρόμο”. Και επειδή αισθάνθηκαν ξαφνικά παντοδύναμοι, ο Τρούμαν και ο Μπάιρνς αποφάσισαν να γίνουν σκληροί απέναντι στους Ρώσους.

Είπαν στον Στάλιν ότι η ΕΣΣΔ θα έπαιρνε αποζημιώσεις μόνο από το κατ' εξοχήν αγροτικό ανατολικό τμήμα της Γερμανίας που ήταν υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για τη διαίρεση της Γερμανίας, στην οποία η Μόσχα εναντιώθηκε.

Εφόσον αρκετά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης είχαν συμμαχήσει με τη ναζιστική Γερμανία και είχαν ισχυρό αντιρωσικό στοιχείο, ο μόνος όρος του Στάλιν γι' αυτές τις χώρες (τότε υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού) ήταν ότι οι κυβερνήσεις τους δεν θα έπρεπε να είναι εχθρικές προς την ΕΣΣΔ. Γι' αυτό το λόγο, η Μόσχα ευνοούσε τη μορφή των “Λαϊκών Δημοκρατιών”, δηλαδή τη δημιουργία συνασπισμών οι οποίοι θα απέκλειαν τα ακροδεξιά κόμματα.

Με την αίσθηση της παντοδυναμίας τους, οι ΗΠΑ απαίτησαν επιτακτικά τη διεξαγωγή “ελεύθερων εκλογών” ελπίζοντας ότι θα εγκατασταθούν αντικομμουνιστικές κυβερνήσεις. Αυτή η απαίτηση έγινε μπούμερανγκ. Αντί να υποχωρήσει στην έμμεση απειλή της ατομικής βόμβας, η ΕΣΣΔ επέμεινε ακλόνητα στις απόψεις της. Αντί να χαλαρώσει τον πολιτικό έλεγχο στην Ανατολική Ευρώπη, η Μόσχα επέβαλε καθεστώτα των κομμουνιστικών κομμάτων – και επιτάχυνε το δικό της πρόγραμμα για την ατομική βόμβα. Έτσι άρχισε η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών.

“Και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο”

 Ο Τζον ΜακΚλόι, που ονομάζεται από τον βιογράφο του Κέι Μπερντ άτυπος “αρχηγός του αμερικανικού κατεστημένου”, είπε εκείνη την εποχή στον υπουργό Πολέμου Χένρι Στίμσον: “Πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο. Ότι πρέπει να έχουμε το ελεύθερο να ενεργούμε υπό την τρέχουσα περιφερειακή διευθέτηση στη Νότια Αμερική και ταυτόχρονα να επεμβαίνουμε ανά πάσα στιγμή στην Ευρώπη. Ότι δεν πρέπει να παραχωρήσουμε τίποτα απ' όλα αυτά…”. [3] Και ο Στίμσον απάντησε, “Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, ακράδαντα”.

Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ ήθελαν να διατηρήσουν την επιρροή τους στο δυτικό ημισφαίριο, όπως είχαν εξαγγείλει με το Δόγμα Μονρόε, και ταυτόχρονα να στερήσουν από τη Ρωσία τη δική της ουδέτερη ζώνη.

Είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε την έντονη διάκριση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική. Ο χαρακτήρας του εσωτερικού σοβιετικού καθεστώτος μπορεί να ήταν τόσο αρνητικός όσο παρουσιαζόταν, αλλά στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής ο Στάλιν τηρούσε σχολαστικά τις συμφωνίες που έκανε με τους δυτικούς συμμάχους – π.χ. εγκαταλείποντας τους Έλληνες κομμουνιστές όταν τους σφυροκοπούσαν οι Αγγλο-αμερικανοί μετά τον πόλεμο. Οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που αθέτησαν τις συμφωνίες της Γιάλτας, οι οποίες τότε στιγματίστηκαν ως ξεπουλήματα στην “κομμουνιστική επιθετικότητα”. Ο Στάλιν δεν έτρεφε καμιά απολύτως επιθυμία να προωθήσει την κομμουνιστική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη, πολύ λιγότερο να επέμβει σ' αυτές τις χώρες. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία του να προωθήσει την παγκόσμια επανάσταση αποτέλεσε τη βάση για την καμπάνια των τροτσκιστών ενάντια στον “σταλινισμό” – συμπεριλαμβανομένων των τροτσκιστών η αφοσίωση των οποίων στην παγκόσμια επανάσταση τους ώθησε να υποστηρίζουν τους πολέμους των ΗΠΑ για “αλλαγή καθεστώτων”.

Το κυρίαρχο δυτικό δόγμα είναι ότι οι δικτατορίες είναι πολεμοχαρείς και οι δημοκρατίες φιλειρηνικές. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη γι' αυτό. Οι δικτατορίες (π.χ. η φρανκική Ισπανία) είναι ασφαλώς ακραία συντηρητικές και εσωστρεφείς, αλλά οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Βρετανία και η Γαλλία, είναι [συμβατικά] δημοκρατίες και η  Αμερική, που παρουσιάζεται ως η κατ' εξοχήν δημοκρατία, κάθε άλλο παρά φιλειρηνική είναι.

Καθώς η ΕΣΣΔ ανέπτυσσε το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, οι ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να επεμβαίνουν στην Ανατολική Ευρώπη κατά το δοκούν, και στόχευσαν άλλους εχθρούς ανατρέποντας κυβερνήσεις στο Ιράν και τη Γουατεμάλα και διεξάγοντας μακρόχρονο πόλεμο στο Βιετνάμ με βάση τη θεωρία ότι αυτές οι χώρες ήταν τα υποκατάστατα του σοβιετικού κομμουνιστικού εχθρού. Τώρα που έχει καταρρεύσει η ΕΣΣΔ και έχει εγκαταλειφθεί η ουδέτερη ζώνη της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη, φαίνεται να αναβιώνει εκείνο το είδος της αυτοπεποίθησης που κατέκλυσε τον Τρούμαν: η ευφορία της απεριόριστης ισχύος. Γιατί, αλλιώς, θα αναλάμβανε το Πεντάγωνο ένα πρόγραμμα ενός τρισ. δολαρίων για την ανανέωση του πυρηνικού οπλοστασίου της Αμερικής, ενώ αμερικανικά στρατεύματα και επιθετικά όπλα εγκαθίστανται όλο και πλησιέστερα στα ρωσικά σύνορα;

Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1974, με τίτλο  “The President Is Calling” και θέμα τις σχέσεις του με τον αδελφό του Ντουάιτ, ο Μίλτον Αϊζενχάουερ έγραφε: “Η χρήση αυτής της νέας δύναμης στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν η μέγιστη πρόκληση για τις άλλες χώρες, ειδικά για τη Σοβιετική Ένωση”. Και πρόσθετε: “Βεβαίως, αυτό που συνέβη στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι θα το φέρει για πάντα η συνείδηση του αμερικανικού λαού”.

Αλίμονο, τα στοιχεία μέχρι στιγμής δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Οι επικριτές της ατομικής βόμβας περιθωριοποιήθηκαν. Τα συστηματικά κρατικά ψεύδη για την “αναγκαιότητα να σωθούν ζωές Αμερικανών” έχουν δημιουργήσει μια συλλογική συνείδηση απολύτως καθαρή, ενώ η ισχύς της Βόμβας δημιούργησε μια διαρκή αίσθηση φαρισαϊκής “εξαιρετικότητας” στους ηγέτες της χώρας. Μόνο εμείς οι Αμερικανοί μπορούμε να κάνουμε ό,τι δεν μπορούν οι άλλοι, γιατί είμαστε “ελεύθεροι” και “δημοκρατικοί” και εκείνοι –αν εμείς το αποφασίσουμε- δεν είναι. Άλλες χώρες, που δεν είναι “δημοκρατίες”, μπορούν να καταστραφούν για να ελευθερωθούν. Ή απλά να καταστραφούν. Αυτή είναι η ουσία της “αμερικανικής εξαιρετικότητας” που για την Ουάσιγκτον αποτελεί το υποκατάστατο της “συνείδησης του αμερικανικού λαού” η οποία δεν εξεγέρθηκε με τη Χιροσίμα, αλλά καταπνίγηκε.

Ηθική ύπνωση

 Ως προσκεκλημένος στη Χιροσίμα, ο Ομπάμα αποφάνθηκε με επιδέξιο τρόπο:

“Οι πόλεμοι της σύγχρονης εποχής μάς διδάσκουν μιαν αλήθεια. Η Χιροσίμα μάς διδάσκει μιαν αλήθεια. Η τεχνολογική πρόοδος χωρίς την αντίστοιχη πρόοδο στους ανθρώπινους θεσμούς μπορεί να μας καταδικάσει. Η επιστημονική επανάσταση που οδήγησε στη διάσπαση του ατόμου απαιτεί και μια ηθική επανάσταση”.

Ναι, αλλά δεν έχει λάβει χώρα μια τέτοια ηθική επανάσταση.

“…η μνήμη του πρωινού της 6ης Αυγούστου 1945 δεν πρέπει να σβήσει ποτέ. Αυτή η μνήμη μάς δίνει τη δυνατότητα να αντιπαλεύουμε τον εφησυχασμό. Τροφοδοτεί την ηθική φαντασία μας. Μας κάνει να αλλάζουμε”.

Η “αλλαγή” είναι ειδικότητα του Ομπάμα. Όμως, δεν έκανε τίποτα για ν' αλλάξει την πολιτική για τα πυρηνικά όπλα, εκτός από το να την ενισχύσει. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη “ηθικής φαντασίας”, όταν φαντάζεται κανείς την καταστροφή στην οποία μας οδηγεί αυτή η πολιτική. Πλήρης απουσία ιδεών για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Μόνο υποσχέσεις ότι δεν θα αφήσουμε τους κακούς να έχουν πυρηνικά. Ανήκουν αποκλειστικά σ' εμάς.

“Από εκείνη τη μοιραία ημέρα”, συνέχισε ο Ομπάμα, “έχουμε κάνει επιλογές που μας δίνουν ελπίδα. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δεν έχουν σφυρηλατήσει απλώς μια συμμαχία , αλλά μια φιλία που έχει αποφέρει πολύ περισσότερα για το λαό μας από όσα θα μπορούσαμε να αξιώσουμε ποτέ μέσω του πολέμου”.

Παράξενο. Διότι πραγματικά ακριβώς μέσω του πολέμου σφυρηλάτησαν οι ΗΠΑ αυτή τη συμμαχία και τη φιλία – την οποία τώρα επιχειρούν να στρατιωτικοποιήσουν με τον “ασιατικό άξονά” τους. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε το ελεύθερο να εξαερώνουμε δύο πόλεις μιας χώρας με τα πυρηνικά μας όπλα και όλη αυτή η υπόθεση να τελειώνει “όχι μόνο με μια συμμαχία, αλλά και με μια φιλία”. Γιατί λοιπόν να μην συνεχιστεί αυτή η πολιτική; Γιατί να μην κάνουμε περισσότερους “φίλους” με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα στο Ιράν, που η Χίλαρι Κλίντον έχει εκφράσει την προθυμία της να το “αφανίσει”, εάν το επιτρέψουν οι περιστάσεις.

“Αυτό είναι το μέλλον που μπορούμε να επιλέξουμε”, είπε ο Ομπάμα, “ένα μέλλον στο οποίο η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν θα είναι γνωστά ως σύμβολα της αυγής του ατομικού πολέμου, αλλά ως η αφετηρία της ηθικής αφύπνισής μας”.

Μέχρι τώρα, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είναι πολύ μακριά από το να αποτελούν την “αφετηρία για την ηθική αφύπνισή μας”. Αντιθέτως. Η ψευδαίσθηση της κατοχής απεριόριστης ισχύος απομάκρυνε κάθε ανάγκη για κριτική αυτο-εξέταση, κάθε ανάγκη να γίνει μια πραγματική προσπάθεια κατανόησης των άλλων που διαφέρουν από εμάς, αλλά θα μπορούσαν να μοιραστούν τον πλανήτη ειρηνικά , εάν τους αφήναμε.

Εφόσον οι ΗΠΑ είναι παντοδύναμες, οφείλουν να είναι μια δύναμη του καλού. Στην πραγματικότητα, ούτε παντοδύναμες είναι ούτε δύναμη του καλού. Αλλά φαίνονται ανίκανες να αναγνωρίσουν τα όρια της “εξαιρετικότητάς” τους.

Οι βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι βύθισαν την αμερικανική ηγεσία σε μια ηθική ύπνωση από την οποία δεν ξύπνησε ποτέ.

 Σημειώσεις

[1] Όλα αυτά είναι γνωστά στους ειδικούς. Οι τεκμηριωμένες αποδείξεις παρατίθενται από τον Γκαρ Αλπέροβιτς στις 800 σελίδες του βιβλίου του “The Decision to Use the Atom Bomb" (1995). Ωστόσο, τα επίσημα ψεύδη επιβιώνουν της τεκμηριωμένης αντίκρουσής τους.

[2] Alperovitz σσ. 352-3.

[3] Στο ίδιο σ.254.

Πηγή: http://www.counterpunch.org/2016/08/05/hiroshima-the-crime-that-keeps-on-paying-but-beware-the-reckoning/

 *Η Diana Johnstone είναι συγγραφέας των  Fools’ Crusade: Yugoslavia, NATO, and Western Delusions, και  Queen of Chaos: the Misadventures of Hillary Clinton.