«Θέλει κουράγιο να 'σαι Έτσι. Για να μπορείς να παραμένεις έτσι, πρέπει να παίζεις την ψυχή σου ...»
Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος. Στα δεκαοχτώ έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Συμμετείχε επίσης σε μια παράσταση που έδωσε το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταρείας "Τέχνη", σε σκηνοθεσία Στέλιου Γιούτη. Ανέβασαν το "Spectacle" του Ζακ Πρεβέρ. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα δραματολογίας στη Δραματική Σχολή Χαρατσάρη.
Σχεδόν από την Α' Γυμνασίου έγραφε στιχάκια και ποιήματα. Το 1973, και χωρίς πτυχίο, αν και του είχαν μείνει μόνο 6 μονάχα μαθήματα από το πτυχίο, σε μια ενσυνείδητη προσπάθεια να αποφύγει τη θητεία και με τα όνειρά του για οδηγό κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και θα συνεργαστεί με τους Γιώργο Ζωγράφο, Πάνο Τζαβέλα, Δημήτρη Τραντάλη, Γκαϊφύλια κ.α. Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου. Ο Ζουγανέλης, που τον είχε φέρει σε επαφή με την "ΛΥΡΑ" πριν από την μεταπολίτευση, βλέποντας τα αδιέξοδα του Άσιμου, του δίνει την ευκαιρία να γίνει μέλος του "Συνεργατικού Θίασου Μουσικών" και του μουσικού καφενείου "Σούσουρο" (Ανδριανού 134, Πλάκα). Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς-ορχήστρα, συνδυάζουν αρμονικά το θέατρο και το τραγούδι.
Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες. Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες - συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο «Χώρος Προετοιμασίας» όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, κασέτες δικές του κυρίως και πολλά άλλα. Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του. Ήταν 39 ετών. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του "Μπαγάσα".
Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ - Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αρχές του 2000 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Νέα Σύνορα - Λιβάνη", ο βιογραφικός θησαυρός: Γιώργου Ι. Αλλαμανή "Δίχως Καβάτζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου". Τον Απρίλιο του 2000 κυκλοφορεί σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις "Βιβλιοπέλαγος", το βιβλίο του Νικόλα Άσιμου "Αναζητώντας Κροκανθρώπους", σε επιμέλεια Μιχαήλ Πρωτοψάλτη, όπου μεταξύ άλλων γράφει: «Θέλει κουράγιο να 'σαι Έτσι. Για να μπορείς να παραμένεις έτσι, πρέπει να παίζεις την ψυχή σου. ...»
«Αρνήθηκα Πολλά» είναι ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε στις 17 Νοεμβρίου του 2014 κι εξαντλήθηκε μέσα σε τρεις μόλις μέρες, ενώ μέσα στο επόμενο δίμηνο θα υπάρξει επανέκδοση. Αν και βιολογικά απών, ο Άσιμος φωνάζει παρών μέσα από τις συνθέσεις του, δηλώνοντας αντιρρησίας και απέναντι στον θάνατο. Η κόρη του Άσιμου, Λίλιαν, που την μεγάλωσε μονάχος, έλεγξε λέξη προς λέξη όλους τους στίχους. «Κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να καταλάβει τόσο καλά τι λέει ο Άσιμος όσο η κόρη του», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Βασιλειάδης, υπεύθυνος παραγωγής της εταιρείας. Η πολιτική χροιά των τραγουδιών του Άσιμου ήταν ο βασικός λόγος που η B-Otherside Records, επέλεξε να κυκλοφορήσει ο δίσκος στις 17 Νοεμβρίου, όπως εξηγεί ο Δ. Βασιλειάδης. «Ο Νικόλας είχε πολιτικό λόγο κι ήταν κάτι που θέλαμε να προβάλουμε. Δεν είχε εμπλοκή με το Πολυτεχνείο. Το σεβόταν όμως κι επειδή ακριβώς το σεβόταν, το έβαζε πάνω από κόμματα...».
«Τον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία», δηλώνει. Έλεγε σε συνέντευξή του:«Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος. Και όσοι νομίζουν ότι είναι περιθωριακοί να πάνε να πνιγούνε! Άμα φύγανε απ' τα σπίτια τους, απ' τους μπαμπάδες τις μαμάδες τους, άμα αρνήθηκαν οικογένειες, να βάλουν τον κώλο τους κάτω και να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους. Όπως εγώ χρόνια τα βγάζω πέρα μοναχός μου και δε ζήτησα δεκάρα τσακιστή από κανένα και στον έσχατό μου θάνατο και στην έσχατή μου αρρώστια». (Συνέντευξη στον Οδυσσέα Ιωάννου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μουσική» (τεύχος 114, Μάιος ’87).
Δεν ήταν απροσάρμοστος ή όπως αλλιώς θέλησαν να τον χαρακτηρίσουν, ήταν ευαίσθητος και όπως ο ίδιος λέει: «Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους πώς να ξεφύγω από τη μοίρα κι έχω θέληση και πείρα ουρανέ για δεν υπήρξα κατεργάρης κι άλλο πια μη με σνομπάρεις γαλανέ».
Αποκομμένος απ’ όλους κι απ’ όλα
σε μαγεμένη τροχιά
πήρε το δρόμο να φύγει...
Ήταν αυτός που τραγούδησε:
Θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια
για βγες απ’ όξω απ’ τη συνήθεια
σύρε κι έλα να με λούσεις
κι ας είμαι της καθαρευούσης
να σ’ αγκαλιάσω να μ’ αγκαλιάσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι.
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
ασυγκίνητο σ’ αφήνει.
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω, μωρέ
μ’ αυταπάτες πια δεν έχω.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
να περπατάν σαν καβουράκια
πλάγια κι ακριβά τα χάδια
φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
Venceremos, Venceremos.