της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Πριν μερικά χρόνια, όταν έγραφα το διήγημα «Σιμά τ’ αϊ Γιωργιού, σιμά τ’ αϊ Δημητριού» (Το χάσικο ψωμί, σ. 165), αναθυμόμουν νοσταλγικά και με συγκίνηση την εαρινή και τη φθινοπωρινή μετακίνηση των νομάδων ποιμένων, οι οποίοι επέλεγαν τη διαδρομή μέσω της γενέτειράς μου, της Ροδαυγής, για να πάνε στα βουνά ή στα χειμαδιά αντίστοιχα, και πλήθος σχετικών εικόνων πλημμύριζε τον νου, ενώ ήχοι από κουδουνίσματα και χλαλοή έφταναν στ’ αυτιά μου.
Ειδυλλιακές εικόνες μιας μορφής ζωής που έρχονταν από τη μακρινή αρχαιότητα, κυλούσε για λίγο δίπλα μου στον δρόμο όπου έβγαινα και την παρατηρούσα εισπράττοντας εμπειρίες ξεχωριστές, για τις οποίες νιώθω ευτυχής που τις έζησα. Αν, όμως, η ζωή αυτή ασκούσε τόση γοητεία σε ανθρώπους σαν κι εμένα που είχαμε ευαρίθμητα ζωντανά στο σπιτικό μας, πώς θα μπορούσε να μη συγκινεί, να μη γητεύει άλλους, οι οποίοι τη βίωσαν παιδιόθεν, που σημαίνει τη γνώρισαν βαθιά και την αγάπη- σαν με πάθος; Σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων ανήκει ο Νικόλαος Β. Καρατζένης και το είναι του πάλλεται απ’ όλα εκείνα που αφορούν στη νομαδική ποιμενική ζωή και μέρος τους αποτύπωσε γλαφυρότατα στο βιβλίο του «Με τους ποιμένες στην Πίνδο την αρχέ- γονη εστία του Νομαδισμού» (εκδ. Εντύπωσις, 2016, σ. 96).
Ο συγγραφέας, αν και η ζωή τον έστειλε σ’ άλλους δρόμους, πνευματικούς, ποτέ δε λησμόνησε, δεν αφέθηκε να λησμονήσει όλα όσα κουβαλά ως κληρονομιά από αρίφνη- τους προγόνους του, οι οποίοι επί σειρά αιώνων έζησαν την ποιμενική ζωή, εκπληρώνοντας αυτό που ο Νίκος Καζαντζά- κης - ιερό το χώμα που τον σκέπασε - γράφει στον «Βραχόκηπό» του: «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.» Θαρρώ, μάλιστα, πως κι ο Ν. Καρατζένης το ίδιο έπραξε και πράττει, τόσο με την γκλίτσα του τσοπάνη, όσο και με την πένα, αφού τη θητεία του στους προγόνους την εκπληρώνει και μέσω της καταγραφής της δυσκολοβίωτης, αλλά ενδιαφέρουσας και ωφέλιμης για πλείστους λόγους, τζιομπάνικης ζωής, την οποία καλά γνωρίζει και επιθυμεί ν’ αφήσει γραπτές παρακαταθήκες της. Και γράφει μεταξύ άλλων: «Η ποιμενική ζωή δεν είναι η απόμακρη μελωδία μιας φλογέρας, δεν είναι οι ψηλές ραχούλες και οι πανώριες βοσκοπούλες, ούτε τα ζηλεμένα άλογα των τσελιγκάδων, ούτε τα περήφανα γκεσέμια με τους κύπρους και τις κουδούνες.
Η τζιομπάνικη ζωή είναι μόχθος αδυσώπητος για το ψωμί κάτω από πιεστικές συνθήκες. Οι νομάδες δεν είχαν να αναμετρηθούν μόνο με τις φυσικές δυνάμεις, όπως την ασταμάτητη βροχή, τις επιθετικές καταιγίδες, τις παρατεταμένες παγωνιές, τους φονικούς κεραυνούς, τις άσπονδες χιονοθύελλες, τα θολά ποτάμια, τους μανιασμένους ανέμους, τις αγέλες των λιμασμένων λύκων, τα ανυπόφορα κάματα, τον αποπνικτικό κουρνιαχτό, το μαρτύριο της λασπουριάς, τις εξουθενωτικές νυχτοπορίες, την αγρύπνια, την αναλλαξιά, τα φίδια, τους σκορπιούς, τους ψύλλους, τα τσιμπούρια, τη δίψα και την πείνα. Συχνά οι άνθρωποι των κοπαδιών έρχονται αντιμέτωποι με τους ζωοκλέφτες, τους ληστές, τους αγροφύλακες, τους δασικούς, τους χωρικούς, τους χωραφάδες… αλλά και με την αβάστακτη προκατάληψη της «καλής» κοινωνίας για τους «βλάχους» και τη βλαχοζωή γενικότερα, που τους ζεμάτιζε την ψυχή.» (σ. 55) Το παραπάνω παράθεμα είναι ένα απ’ αυτά που δεικνύουν τη γνώση του γράφοντος για τη ζωή των νομάδων ποιμένων, την οποία σ’ όλο, βέβαια, το πόνημά του με ξεχωριστό τρόπο αναπαριστά, μέσω ερμηνευτικού υπομνήματος επεξηγεί και εμφατικά συμπληρώνει με την παράθεση πλούσιου φωτογραφικού υλικού, το οποίο διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου από την αρχή ως το τέλος, εύγλωττα μιλώντας με τη σιωπή του.
Πάνω απ’ όλα βέβαια, είναι ο δυνάστης λόγος, για να θυμηθούμε και τον Γοργία, ο οποίος, «ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά»! (Γοργίας, Ἑλένης Ἐγκώμιον, 1.11-12) Διότι και στο πόνημα, για το οποίο λόγος γίνεται, ο συγγραφέας, με περιεκτικό, περιγραφικό και σαφή λόγο, οδηγεί τον αναγνώστη σε εκφάνσεις της ποιμενικής ζωής. Αυτό μέσα από δύο μέρη. Στο πρώτο που έχει ως τίτλο «Ένα φθινόπωρο με τα πρόβατα στα χιόνια και τα ποτάμια», μέσω του ατομικού βιώματος, κατευθύνει με τέχνη τον αναγνώστη στη γνώση της δύσκολης ζωής ή μάλλον του επικινδύνως ζην, των νομάδων ποιμένων, οι οποίοι με δύναμη ψυχής αντιπαλεύουν τα εχθρικά στοιχεία της φύσης, αλλά και της γαλήνης, όταν μετά από πολύωρη αναμέτρηση μαζί τους ησυχάζουν: «Μέσα στο καλυβάκι η απαλή μουσική της φωτιάς, έξω από αυτό, των ανέμων οι καλπασμοί, των καταιγίδων οι ολολυγμοί, του δάσους η σπαρακτική βοή, των ποταμών οι βρυχηθμοί και των κεραυνών η βιβλική οργή, συνέθεταν ένα σκηνικό τρόμου, τα όρια του οποίου συγχέονταν ανάμεσα στο μυθικό και στην πραγματικότητα.» (σ. 33)
Στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο «Ποιμένες, πρόβατα, τζομπανόσκυλα», συνεχίζει να διαδράμει με σθεναρή αγάπη τον βίο τους, κάνοντας ειδική αναφορά μνήμης στους γονείς του που έζησαν την ίδια ποιμενική ζωή, η οποία δεν διέφερε από κείνη άλλων ποιμένων. Μιλώντας, μάλιστα, για τη μητέρα του, μιλά για όλες τις γυναίκες των νομάδων ποιμένων, και όχι μόνο, οι οποίες επιτελούσαν πλήθος κοινωνικών ρόλων με απίστευτη υπομονή και καρτερία, όντας δυνατό έρεισμα για όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Και εκτός από τα κοπάδια που περιλάμβαναν «Πρατίνες κάλεσες, βάρκες, μπούτσικες, παρδαλές, γρίβες, καστανές, καραμάνες, τσιούλες, κολοβές, μακρονούρες, κριάρια βαρβάτα και γκεσέμια, λάια, παρδαλά, καραμάνικα, γίδες γκρόπες, κανούτες, γκέσες, καψαλές, μπάρτζες, φλώρες, σιούτες, κουτσοκέρες, τραγιά βαρβάτα και γκεσέμια» (σ. 17), αχ, Θε μου, πόσες ονομασίες! ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής στο τσοπανόσκυλο, τον ελληνικό ποιμενικό, ο οποίος «συμβίωσε αρμονικά με τους Έλληνες ποιμένες, προστάτευσε αποτελεσματικά τα κο- πάδια τους με τη ρώμη του, την ακαταμάχητη τόλμη του, την αδιαμφισβήτητη ευφυΐα του, την ικανότητα αντιμετώπισης και δίωξης του αντιπάλου του, την παροιμιώδη αντοχή στις κακουχίες, την απαράμιλλη ολιγάρκεια στη διατροφή του, με την απίστευτη δυνατότητά του να προσαρμόζεται σε συνθήκες στέρησης, με την πείσμονα αφοσίωσή του και, προπάντων, με την πανθομολογούμενη πίστη του.» (σ. 55) Ο Νίκος Καρατζένης σ’ αυτό του το πόνημα, με λυρική διάθεση κι αποθυμιά, γράφει γι’ ανθρώπους, ζώα και στιγμές αληθινής ζωής που αγάπησε και αγαπά. Γι’ αυτό διατυπώνει με παρρησία τις απόψεις του για την αξία του ποιμενισμού και αγωνιά για το μέλλον του.
Εκτός από τον κάθε αναγνώστη που, ίσως, συμμεριστεί τις αγωνίες του, αξίζει να σημειωθεί η άποψη ενός τσέλιγκα, την οποία παραθέτει επεξηγώντας την: «"Αλίμονο στο κράτος εκείνο που δεν διατηρήσει τέσσερα εργαλεία: κλίτσα, αλέτρι, τσεκούρι, αγκίστρι" δηλαδή τους πρωτογενείς τομείς της παραγωγής, κτηνοτροφία, γεωργία, υλοτομία, αλιεία.» (σ. 43) Κλείνοντας εδώ αυτή την αναφορά στο βιβλίο του Ν. Β. Καρατζένη, θεωρώ πως η ουσία των λόγων που μόλις αναφέρθηκαν, ήδη διάβηκε τη θύρα μας! Αν την αντιληφθούμε ως πολίτες και ως πολιτεία, οφείλουμε να πράξουμε τα αυτονόητα. Αν δεν τα πράξουμε, ας δεχθούμε αγόγγυστα τις συνέπειες. Διότι τώρα που οι καιροί πολύ δυσκόλεψαν κι οι άνθρωποι καταντήσανε πραμάτεια (Γ. Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός), οφείλουμε ν’ αγωνιστούμε για ν’ «αλ- λάξουμε της τύχης την καταφορά» (Κ. Π. Καβάφης, Τρώες). Αν τον δρόμο τον δύσκολο, τον ανηφορικό, δεν επιλέξουμε, η κατηφόρα είναι γνωστό που σταματάει!
Πηγή: Περιοδικό Έκφραση, Άρτα